3,252,128
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[εκδήλωση]] εκτίμησης και σεβασμού [[προς]] κάποιον (α. «δεν του απέδωσαν την πρέπουσα [[τιμή]] για τις υπηρεσίες που προσέφερε» β. «οἱ γεραίτεροι ταῖς τῶν νέων τιμαῑς ἀγάλλονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που προσδίδει ή μπορεί να προσδώσει σε κάποιον εύλογη [[αφορμή]] υπερηφάνειας (α. «ήταν για μένα [[μεγάλη]] [[τιμή]] να μιλήσω στη [[γιορτή]] του σχολείου σας» β. «τὸ [[μέντοι]] πρᾶγμ' ἐμοὶ τιμὴν φέρει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> το χρηματικό [[ποσό]] το οποίο πληρώνει ο [[αγοραστής]] και εισπράτει ο [[πωλητής]] [[κατά]] την [[αγοραπωλησία]] ενὸς αγαθού, προϊόντος ή υπηρεσίας (α. «πούλησε το [[οικόπεδο]] σε πολύ καλή [[τιμή]]» β. «δεκαπλάσιον τῆς [[τιμῆς]] τοῦ κινηθέντος ἀποτινέτω τῷ καταλιπόντι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τιμής]] ένεκεν» και «[[τιμῆς]] [[ἕνεκα]]» — σε [[ένδειξη]] σεβασμού, εκτίμησης και αναγνώρισης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κοινωνική [[υπόληψη]], καλή [[φήμη]] («[[ζήτημα]] [[τιμής]]»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[αγνότητα]], παρθενιά («κάτσε, [[κόρη]] στην [[τιμή]] σου κι έχει ο Θεός το [[ριζικό]] σου», παροιμ.)<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> η [[αξία]] την οποία διεκδικεί και δικαιούται να απολαμβάνει το [[πρόσωπο]] λόγω της συμμετοχής του στο κοινωνικό [[γίγνεσθαι]]<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> ([[κατά]] τη μαρξιστική [[αντίληψη]]) η χρηματική [[έκφραση]] της αξίας τών προϊόντων και τών υπηρεσιών, το [[μέγεθος]] της οποίας κυμαίνεται [[γύρω]] από αυτήν και διαμορφώνεται στην [[οικονομία]] της ελεύθερης αγοράς ως [[συνέπεια]] της δράσης του νόμου της αξίας σε συνθήκες ανταγωνισμού και της προσφοράς και ζήτησης<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> ο [[προσδιορισμός]] μιας μεταβλητής ποσότητας<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι τιμές</i><br />εκδηλώσεις απονομής σεβασμού και ιδιαίτερης υψηλής διάκρισης σε [[επίσημα]] πρόσωπα οι οποίες [[είναι]] καθιερωμένες από τον νόμο (α. «στρατιωτικές τιμές» β. «η [[πολιτεία]] απέδωσε στους Ολυμπιονίκες μεγάλες τιμές»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] [ή ἔχω] την [[τιμή]] να...» — τυπική [[φράση]] με την οποία αρχίζει ένα [[έγγραφο]] ή μια [[αναφορά]] προφορική ή γραπτή, [[προς]] ένα [[επίσημο]] [[πρόσωπο]] ή και μια προϊσταμένη [[αρχή]]<br />β) «[[λόγος]] [[τιμής]]» — [[υπόσχεση]] ή [[βεβαίωση]] της οποίας η [[αθέτηση]] συνεπάγεται [[απώλεια]] της κοινωνικής υπόληψης [[αυτού]] που τήν αθέτησε ή τήν παρέβη<br />γ) «[[κυρία]] της [[τιμής]]» ή «[[κυρία]] επί τών τιμών» — [[πρόσωπο]] που ανήκει στην ιδιαίτερη [[ακολουθία]] βασίλισσας ή πριγκίπισσας<br />δ) «[[μετά]] [[τιμής]]»<br />(στο [[τέλος]] επιστολής, αίτησης ή εγγράφου που απευθύνεται σε μια [[υπηρεσία]]) με [[εκτίμηση]], με σεβασμό<br />ε) «εσωτερική [[τιμή]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[αξία]] που έχει το [[πρόσωπο]] ως [[σύνολο]] κοινωνικών αποτιμητών ιδιοτήτων<br />στ) «εξωτερική [[τιμή]]»<br /><b>(νομ.)</b> το [[κύρος]] που απολαμβάνει το [[πρόσωπο]] εξαιτίας της δράσης και της όλης κοινωνικής παράστασής του<br />ζ) «εγκλήματα [[κατά]] της [[τιμής]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[εξύβριση]], η απρόκλητη έμπρακτη [[εξύβριση]], η [[δυσφήμηση]], η συκοφαντική [[δυσφήμηση]], η [[δυσφήμηση]] ανώνυμης εταιρείας και η [[προσβολή]] της μνήμης νεκρού<br />η) «απόλυτη [[τιμή]] αλγεβρικού αριθμού»<br /><b>μαθημ.</b> ο [[αλγεβρικός]] [[αριθμός]] [[χωρίς]] το [[πρόσημο]]<br />θ) «[[τιμή]] αλγεβρικής παράστασης»<br /><b>μαθημ.</b> η [[τιμή]] μιας αλγεβρικής παράστασης όταν τα γράμματά της αντικατασταθούν με ορισμένους αριθμούς<br />ι) «[[τιμή]] μιας συνάρτησης»<br /><b>μαθημ.</b> η [[τιμή]] την οποία λαμβάνει μία [[συνάρτηση]] όταν οι μεταβλητές της πάρουν ορισμένες τιμές<br />ια) «[[τιμή]] αγοράς»<br /><b>(οικον.)</b> [[τιμή]] με την οποία μπορεί να διατεθεί στην [[αγορά]] ένα [[προϊόν]] ή μια [[υπηρεσία]] [[χωρίς]] να λαμβάνεται υπ' όψιν το [[κατά]] [[μονάδα]] [[κόστος]] του<br />ιβ) «διαφορική [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> διαφορετική [[τιμή]] ενός και του ίδιου προϊόντος, ανώτερη ή κατώτερη στο ίδιο [[χρονικό]] [[διάστημα]], ανάλογα με τους επιδιωκόμενους σκοπούς από τον παραγωγό ή πωλητή<br />ιγ) «[[φυσική]] [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] που εξισώνεται με το συνολικό [[μέσο]] [[κόστος]] και που [[γύρω]] από αυτήν κυμαίνεται η [[τιμή]] αγοράς μακροχρόνια<br />ιδ) «[[τιμή]] παρέμβασης»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] που δεν μπορεί να διαμορφωθεί [[κάτω]] από ένα ορισμένο επίπεδο, [[γιατί]] [[τότε]] παρεμβαίνει το [[κράτος]] και τήν στηρίζει<br />ιε) «[[τιμή]] στήριξης» ή «[[τιμή]] ασφαλείας» ή «[[τιμή]] εγγύησης»<br /><b>(οικον.)</b> προκαθορισμένη [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος με στόχο την [[προστασία]] του εισοδήματος του παραγωγού<br />ιστ) «δεσμευμένη [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πωλήσεως ενός προϊόντος η οποία δεσμεύεται από κάποια κρατική [[υπηρεσία]] να μην μεταβληθεί [[χωρίς]] την έγκρισή της<br />ιζ) «[[διεθνής]] [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πωλήσεως ενός προϊόντος στη διεθνή [[αγορά]], η οποία [[είναι]] δυνατόν να διαφέρει [[σημαντικά]] από τις εσωτερικές τιμές<br />ιη) «ελεύθερη [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] ενός προϊόντος η οποία [[είναι]] ελεύθερη και αυξομειώνεται ανάλογα με την [[προσφορά]] και τη [[ζήτηση]]<br />ιθ) «ενδεικτική [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> εξωγενώς καθοριζόμενη [[τιμή]] πωλήσεως ενός προϊόντος, που δεν έχει, όμως, δεσμευτικό χαρακτήρα και με την οποία επιδιώκεται η [[συγκράτηση]] της ανόδου τών τιμών [[εντός]] τών επιθυμητών ορίων<br />κ) «επιβαλλομένη [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] που καθορίζει το [[κράτος]] για την [[πώληση]] ενός προϊόντος για την [[προστασία]] τών καταναλωτών<br />κα) «επικρατούσα [[τιμή]]» ή «[[τιμή]] ηγεσίας»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος την οποία κατορθώνει να επιβάλλει στην [[αγορά]] η κυρίαρχη [[επιχείρηση]] του κλάδου<br />κβ) «εποχική [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος η οποία διαμορφώνεται ανάλογα με τις εποχικές κυμάνσεις της αγοράς<br />κγ) «[[τιμή]] ισοτιμίας συναλλάγματος»<br /><b>(οικον.)</b> ο [[αριθμός]] που δείχνει πόσες εγχώριες νομισματικές μονάδες αντιστοιχούν σε μια νομισματική [[μονάδα]] της [[αλλοδαπής]]<br />κδ) «τιμὴ "[[καπέλο]]"»<br /><b>(οικον.)</b> η [[πέραν]] της καθορισμένης [[τιμή]], την οποία απαιτεί ο [[παραγωγός]]-[[πωλητής]] από τους καταναλωτές, [[φαινόμενο]] που εμφανίζεται, [[κυρίως]], όσες φορές επιβάλλεται [[διατίμηση]]<br />κε) «[[τιμή]] κατωφλίου»<br /><b>(οικον.)</b> [[τιμή]] που καθορίζεται [[έτσι]] ώστε να φέρει την [[τιμή]] πώλησης τών εισαγομένων προϊόντων, [[μαζί]] με τα έξοδα μεταφοράς στο επίπεδο της ενδεικτικής [[τιμής]]<br />κστ) «[[τιμή]] κόστους»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος στην οποία δεν έχει περιληφθεί το [[κέρδος]] του παραγωγού και αποτελεί [[συνήθως]] τη [[βάση]] αποτίμησης της αξίας του εμπορεύματος<br />κζ) «πράσινη [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] ενός αγροτικού προϊόντος η οποία καθορίζεται από την ΕΟΚ στα πλαίσια της κοινής αγροτικής πολιτικής για την [[προστασία]] του παραγωγού από την [[τυχόν]] [[αστάθεια]] του νομισματικού συστήματος<br />κη) «[[τιμή]] προσανατολισμού»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος η οποία έχει προκαθοριστεί από έναν κρατικό οργανισμό με στόχο την [[προσέλκυση]] παραγωγών στο εν λόγω [[προϊόν]]<br />κθ) «σταθερή [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η τρέχουσα [[τιμή]] αναχθείσα σε αγοραστική [[δύναμη]] του έτους βάσεως, [[δηλαδή]] η αποπληθωρισμένη τρέχουσα [[τιμή]]<br />λ) «[[τιμή]] συναλλάγματος» — <b>βλ.</b> [[συνάλλαγμα]]<br />λα) «τρέχουσα [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος σε μια δεδομένη χρονική [[στιγμή]]<br />λβ) «[[τιμή]] φίξινγκ»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] συναλλάγματος στην οποία οι τράπεζες αγοράζουν ή πωλούν [[συνάλλαγμα]] [[μεταξύ]] τους<br />λγ) «[[τιμή]] χονδρικής πώλησης»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός εμπορεύματος από τον παραγωγό στον έμπορο<br />λδ) «χρηματιστηριακή [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> i) η [[τιμή]] πωλήσεως μιας επιχείρησης όπως αυτή προκύπτει από το γινόμενο του αριθμού τών μετοχών της επί την [[αξία]] [[κάθε]] μετοχής σε μια δεδομένη χρονική [[στιγμή]]<br />ii) η [[τιμή]] ενός εμπορεύματος όπως αυτή διαμορφώνεται από το [[χρηματιστήριο]] εμπορευμάτων<br />λε) «[[τιμή]] χρυσού»<br /><b>(οικον.)</b> η χρηματική [[τιμή]] ενός προϊόντος εκφρασμένη σε νομισματική [[τιμή]] χρυσού<br />λστ) «[[διάκριση]] τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[δυνατότητα]] την οποία έχει μια μονοπωλιακή [[επιχείρηση]], υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να διαθέτει το [[προϊόν]] της σε διαφορετικές τιμές στις διάφορες ομάδες καταναλωτών, αλλ. [[πολιτική]] διακριτικών τιμών<br />λζ) «διαφορισμός τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[διάκριση]] τιμών<br />λη) «κυβερνητικοί έλεγχοι τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> το [[σύνολο]] τών ενεργειών στις οποίες προβαίνει η [[κυβέρνηση]] με στόχο τον έλεγχο της αύξησης τών μισθών και τών τιμών τών αγαθών και υπηρεσιών, όπως [[είναι]] λ.χ. οι ποσοστιαίες αυξήσεις τών μισθών τών δημοσίων υπαλλήλων, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι επιτρεπόμενες αυξήσεις στα υπό [[διατίμηση]] προϊόντα κ.ά.<br />λθ) «[[σύστημα]] τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> [[μέσο]] οργανώσεως τών οικονομικών δραστηριοτήτων, που συνίσταται στον συντονισμό τών αποφάσεων τών καταναλωτών, τών παραγωγών και τών κατόχων παραγωγικών συντελεστών<br />μ) «[[ψαλίδα]] τών τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[απόκλιση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] του δείκτη τιμών λιανικής πώλησης τών αγροτικών προϊόντων και του δείκτη τιμών πώλησής τους από τους παραγωγούς στους εμπόρους<br /><b>8.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «η [[τιμή]] [[τιμή]] δεν έχει και [[χαρά]] στον που τήν έχει» — η κοινωνική [[υπόληψη]] [[είναι]] εξαιρετικά ανεκτίμητο [[αγαθό]] που δεν αποτιμάται σε χρήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αξίωμα]], [[εξουσία]] («ἔν τε ταῖς ἀρχαῑς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έργο]], [[λειτούργημα]]<br /><b>3.</b> (ως [[ιδιότητα]] θεών ή βασιλέων) η ανώτατη [[κυριαρχία]], η ύψιστη [[εξουσία]]<br /><b>4.</b> το [[προνόμιο]] ενός βασιλιά<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[πρόσωπο]] που κατέχει την ύψιστη [[αρχή]], την [[εξουσία]]<br /><b>6.</b> [[δώρο]] που προσφέρεται ως [[ανταμοιβή]]<br /><b>7.</b> [[εκτίμηση]] της περιουσιακής κατάστασης κάποιου με σκοπό την [[κατανομή]] φόρων<br /><b>8.</b> [[προσδιορισμός]] μιας ζημιάς προκειμένου να καθοριστεί [[έτσι]] η ανάλογη [[αποζημίωση]]<br /><b>9.</b> [[αποζημίωση]] και, γενικά, [[ποινή]] που συνίσταται στην [[πληρωμή]] χρηματικού ποσού<br /><b>10.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>τιμῇ</i><br />με έντιμο τρόπο<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ ἐν τιμαῑς» — αυτοί που κατέχουν τα ανώτατα αξιώματα<br />β) «τιμὰς [[ἴσχω]]» — [[κατέχω]] το [[αξίωμα]] του τιμούχου<br />γ) «[[τιμῆς]] [[λαγχάνω]] [ή [[τυγχάνω]]]» — [[δέχομαι]] τιμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] το μοναδικό παράγωγο με κατάλ -<i>μή</i> ( | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[εκδήλωση]] εκτίμησης και σεβασμού [[προς]] κάποιον (α. «δεν του απέδωσαν την πρέπουσα [[τιμή]] για τις υπηρεσίες που προσέφερε» β. «οἱ γεραίτεροι ταῖς τῶν νέων τιμαῑς ἀγάλλονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που προσδίδει ή μπορεί να προσδώσει σε κάποιον εύλογη [[αφορμή]] υπερηφάνειας (α. «ήταν για μένα [[μεγάλη]] [[τιμή]] να μιλήσω στη [[γιορτή]] του σχολείου σας» β. «τὸ [[μέντοι]] πρᾶγμ' ἐμοὶ τιμὴν φέρει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> το χρηματικό [[ποσό]] το οποίο πληρώνει ο [[αγοραστής]] και εισπράτει ο [[πωλητής]] [[κατά]] την [[αγοραπωλησία]] ενὸς αγαθού, προϊόντος ή υπηρεσίας (α. «πούλησε το [[οικόπεδο]] σε πολύ καλή [[τιμή]]» β. «δεκαπλάσιον τῆς [[τιμῆς]] τοῦ κινηθέντος ἀποτινέτω τῷ καταλιπόντι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τιμής]] ένεκεν» και «[[τιμῆς]] [[ἕνεκα]]» — σε [[ένδειξη]] σεβασμού, εκτίμησης και αναγνώρισης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κοινωνική [[υπόληψη]], καλή [[φήμη]] («[[ζήτημα]] [[τιμής]]»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[αγνότητα]], παρθενιά («κάτσε, [[κόρη]] στην [[τιμή]] σου κι έχει ο Θεός το [[ριζικό]] σου», παροιμ.)<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> η [[αξία]] την οποία διεκδικεί και δικαιούται να απολαμβάνει το [[πρόσωπο]] λόγω της συμμετοχής του στο κοινωνικό [[γίγνεσθαι]]<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> ([[κατά]] τη μαρξιστική [[αντίληψη]]) η χρηματική [[έκφραση]] της αξίας τών προϊόντων και τών υπηρεσιών, το [[μέγεθος]] της οποίας κυμαίνεται [[γύρω]] από αυτήν και διαμορφώνεται στην [[οικονομία]] της ελεύθερης αγοράς ως [[συνέπεια]] της δράσης του νόμου της αξίας σε συνθήκες ανταγωνισμού και της προσφοράς και ζήτησης<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> ο [[προσδιορισμός]] μιας μεταβλητής ποσότητας<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι τιμές</i><br />εκδηλώσεις απονομής σεβασμού και ιδιαίτερης υψηλής διάκρισης σε [[επίσημα]] πρόσωπα οι οποίες [[είναι]] καθιερωμένες από τον νόμο (α. «στρατιωτικές τιμές» β. «η [[πολιτεία]] απέδωσε στους Ολυμπιονίκες μεγάλες τιμές»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] [ή ἔχω] την [[τιμή]] να...» — τυπική [[φράση]] με την οποία αρχίζει ένα [[έγγραφο]] ή μια [[αναφορά]] προφορική ή γραπτή, [[προς]] ένα [[επίσημο]] [[πρόσωπο]] ή και μια προϊσταμένη [[αρχή]]<br />β) «[[λόγος]] [[τιμής]]» — [[υπόσχεση]] ή [[βεβαίωση]] της οποίας η [[αθέτηση]] συνεπάγεται [[απώλεια]] της κοινωνικής υπόληψης [[αυτού]] που τήν αθέτησε ή τήν παρέβη<br />γ) «[[κυρία]] της [[τιμής]]» ή «[[κυρία]] επί τών τιμών» — [[πρόσωπο]] που ανήκει στην ιδιαίτερη [[ακολουθία]] βασίλισσας ή πριγκίπισσας<br />δ) «[[μετά]] [[τιμής]]»<br />(στο [[τέλος]] επιστολής, αίτησης ή εγγράφου που απευθύνεται σε μια [[υπηρεσία]]) με [[εκτίμηση]], με σεβασμό<br />ε) «εσωτερική [[τιμή]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[αξία]] που έχει το [[πρόσωπο]] ως [[σύνολο]] κοινωνικών αποτιμητών ιδιοτήτων<br />στ) «εξωτερική [[τιμή]]»<br /><b>(νομ.)</b> το [[κύρος]] που απολαμβάνει το [[πρόσωπο]] εξαιτίας της δράσης και της όλης κοινωνικής παράστασής του<br />ζ) «εγκλήματα [[κατά]] της [[τιμής]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[εξύβριση]], η απρόκλητη έμπρακτη [[εξύβριση]], η [[δυσφήμηση]], η συκοφαντική [[δυσφήμηση]], η [[δυσφήμηση]] ανώνυμης εταιρείας και η [[προσβολή]] της μνήμης νεκρού<br />η) «απόλυτη [[τιμή]] αλγεβρικού αριθμού»<br /><b>μαθημ.</b> ο [[αλγεβρικός]] [[αριθμός]] [[χωρίς]] το [[πρόσημο]]<br />θ) «[[τιμή]] αλγεβρικής παράστασης»<br /><b>μαθημ.</b> η [[τιμή]] μιας αλγεβρικής παράστασης όταν τα γράμματά της αντικατασταθούν με ορισμένους αριθμούς<br />ι) «[[τιμή]] μιας συνάρτησης»<br /><b>μαθημ.</b> η [[τιμή]] την οποία λαμβάνει μία [[συνάρτηση]] όταν οι μεταβλητές της πάρουν ορισμένες τιμές<br />ια) «[[τιμή]] αγοράς»<br /><b>(οικον.)</b> [[τιμή]] με την οποία μπορεί να διατεθεί στην [[αγορά]] ένα [[προϊόν]] ή μια [[υπηρεσία]] [[χωρίς]] να λαμβάνεται υπ' όψιν το [[κατά]] [[μονάδα]] [[κόστος]] του<br />ιβ) «διαφορική [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> διαφορετική [[τιμή]] ενός και του ίδιου προϊόντος, ανώτερη ή κατώτερη στο ίδιο [[χρονικό]] [[διάστημα]], ανάλογα με τους επιδιωκόμενους σκοπούς από τον παραγωγό ή πωλητή<br />ιγ) «[[φυσική]] [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] που εξισώνεται με το συνολικό [[μέσο]] [[κόστος]] και που [[γύρω]] από αυτήν κυμαίνεται η [[τιμή]] αγοράς μακροχρόνια<br />ιδ) «[[τιμή]] παρέμβασης»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] που δεν μπορεί να διαμορφωθεί [[κάτω]] από ένα ορισμένο επίπεδο, [[γιατί]] [[τότε]] παρεμβαίνει το [[κράτος]] και τήν στηρίζει<br />ιε) «[[τιμή]] στήριξης» ή «[[τιμή]] ασφαλείας» ή «[[τιμή]] εγγύησης»<br /><b>(οικον.)</b> προκαθορισμένη [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος με στόχο την [[προστασία]] του εισοδήματος του παραγωγού<br />ιστ) «δεσμευμένη [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πωλήσεως ενός προϊόντος η οποία δεσμεύεται από κάποια κρατική [[υπηρεσία]] να μην μεταβληθεί [[χωρίς]] την έγκρισή της<br />ιζ) «[[διεθνής]] [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πωλήσεως ενός προϊόντος στη διεθνή [[αγορά]], η οποία [[είναι]] δυνατόν να διαφέρει [[σημαντικά]] από τις εσωτερικές τιμές<br />ιη) «ελεύθερη [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] ενός προϊόντος η οποία [[είναι]] ελεύθερη και αυξομειώνεται ανάλογα με την [[προσφορά]] και τη [[ζήτηση]]<br />ιθ) «ενδεικτική [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> εξωγενώς καθοριζόμενη [[τιμή]] πωλήσεως ενός προϊόντος, που δεν έχει, όμως, δεσμευτικό χαρακτήρα και με την οποία επιδιώκεται η [[συγκράτηση]] της ανόδου τών τιμών [[εντός]] τών επιθυμητών ορίων<br />κ) «επιβαλλομένη [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] που καθορίζει το [[κράτος]] για την [[πώληση]] ενός προϊόντος για την [[προστασία]] τών καταναλωτών<br />κα) «επικρατούσα [[τιμή]]» ή «[[τιμή]] ηγεσίας»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος την οποία κατορθώνει να επιβάλλει στην [[αγορά]] η κυρίαρχη [[επιχείρηση]] του κλάδου<br />κβ) «εποχική [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος η οποία διαμορφώνεται ανάλογα με τις εποχικές κυμάνσεις της αγοράς<br />κγ) «[[τιμή]] ισοτιμίας συναλλάγματος»<br /><b>(οικον.)</b> ο [[αριθμός]] που δείχνει πόσες εγχώριες νομισματικές μονάδες αντιστοιχούν σε μια νομισματική [[μονάδα]] της [[αλλοδαπής]]<br />κδ) «τιμὴ "[[καπέλο]]"»<br /><b>(οικον.)</b> η [[πέραν]] της καθορισμένης [[τιμή]], την οποία απαιτεί ο [[παραγωγός]]-[[πωλητής]] από τους καταναλωτές, [[φαινόμενο]] που εμφανίζεται, [[κυρίως]], όσες φορές επιβάλλεται [[διατίμηση]]<br />κε) «[[τιμή]] κατωφλίου»<br /><b>(οικον.)</b> [[τιμή]] που καθορίζεται [[έτσι]] ώστε να φέρει την [[τιμή]] πώλησης τών εισαγομένων προϊόντων, [[μαζί]] με τα έξοδα μεταφοράς στο επίπεδο της ενδεικτικής [[τιμής]]<br />κστ) «[[τιμή]] κόστους»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος στην οποία δεν έχει περιληφθεί το [[κέρδος]] του παραγωγού και αποτελεί [[συνήθως]] τη [[βάση]] αποτίμησης της αξίας του εμπορεύματος<br />κζ) «πράσινη [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] ενός αγροτικού προϊόντος η οποία καθορίζεται από την ΕΟΚ στα πλαίσια της κοινής αγροτικής πολιτικής για την [[προστασία]] του παραγωγού από την [[τυχόν]] [[αστάθεια]] του νομισματικού συστήματος<br />κη) «[[τιμή]] προσανατολισμού»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος η οποία έχει προκαθοριστεί από έναν κρατικό οργανισμό με στόχο την [[προσέλκυση]] παραγωγών στο εν λόγω [[προϊόν]]<br />κθ) «σταθερή [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η τρέχουσα [[τιμή]] αναχθείσα σε αγοραστική [[δύναμη]] του έτους βάσεως, [[δηλαδή]] η αποπληθωρισμένη τρέχουσα [[τιμή]]<br />λ) «[[τιμή]] συναλλάγματος» — <b>βλ.</b> [[συνάλλαγμα]]<br />λα) «τρέχουσα [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος σε μια δεδομένη χρονική [[στιγμή]]<br />λβ) «[[τιμή]] φίξινγκ»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] συναλλάγματος στην οποία οι τράπεζες αγοράζουν ή πωλούν [[συνάλλαγμα]] [[μεταξύ]] τους<br />λγ) «[[τιμή]] χονδρικής πώλησης»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός εμπορεύματος από τον παραγωγό στον έμπορο<br />λδ) «χρηματιστηριακή [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> i) η [[τιμή]] πωλήσεως μιας επιχείρησης όπως αυτή προκύπτει από το γινόμενο του αριθμού τών μετοχών της επί την [[αξία]] [[κάθε]] μετοχής σε μια δεδομένη χρονική [[στιγμή]]<br />ii) η [[τιμή]] ενός εμπορεύματος όπως αυτή διαμορφώνεται από το [[χρηματιστήριο]] εμπορευμάτων<br />λε) «[[τιμή]] χρυσού»<br /><b>(οικον.)</b> η χρηματική [[τιμή]] ενός προϊόντος εκφρασμένη σε νομισματική [[τιμή]] χρυσού<br />λστ) «[[διάκριση]] τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[δυνατότητα]] την οποία έχει μια μονοπωλιακή [[επιχείρηση]], υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να διαθέτει το [[προϊόν]] της σε διαφορετικές τιμές στις διάφορες ομάδες καταναλωτών, αλλ. [[πολιτική]] διακριτικών τιμών<br />λζ) «διαφορισμός τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[διάκριση]] τιμών<br />λη) «κυβερνητικοί έλεγχοι τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> το [[σύνολο]] τών ενεργειών στις οποίες προβαίνει η [[κυβέρνηση]] με στόχο τον έλεγχο της αύξησης τών μισθών και τών τιμών τών αγαθών και υπηρεσιών, όπως [[είναι]] λ.χ. οι ποσοστιαίες αυξήσεις τών μισθών τών δημοσίων υπαλλήλων, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι επιτρεπόμενες αυξήσεις στα υπό [[διατίμηση]] προϊόντα κ.ά.<br />λθ) «[[σύστημα]] τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> [[μέσο]] οργανώσεως τών οικονομικών δραστηριοτήτων, που συνίσταται στον συντονισμό τών αποφάσεων τών καταναλωτών, τών παραγωγών και τών κατόχων παραγωγικών συντελεστών<br />μ) «[[ψαλίδα]] τών τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[απόκλιση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] του δείκτη τιμών λιανικής πώλησης τών αγροτικών προϊόντων και του δείκτη τιμών πώλησής τους από τους παραγωγούς στους εμπόρους<br /><b>8.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «η [[τιμή]] [[τιμή]] δεν έχει και [[χαρά]] στον που τήν έχει» — η κοινωνική [[υπόληψη]] [[είναι]] εξαιρετικά ανεκτίμητο [[αγαθό]] που δεν αποτιμάται σε χρήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αξίωμα]], [[εξουσία]] («ἔν τε ταῖς ἀρχαῑς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έργο]], [[λειτούργημα]]<br /><b>3.</b> (ως [[ιδιότητα]] θεών ή βασιλέων) η ανώτατη [[κυριαρχία]], η ύψιστη [[εξουσία]]<br /><b>4.</b> το [[προνόμιο]] ενός βασιλιά<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[πρόσωπο]] που κατέχει την ύψιστη [[αρχή]], την [[εξουσία]]<br /><b>6.</b> [[δώρο]] που προσφέρεται ως [[ανταμοιβή]]<br /><b>7.</b> [[εκτίμηση]] της περιουσιακής κατάστασης κάποιου με σκοπό την [[κατανομή]] φόρων<br /><b>8.</b> [[προσδιορισμός]] μιας ζημιάς προκειμένου να καθοριστεί [[έτσι]] η ανάλογη [[αποζημίωση]]<br /><b>9.</b> [[αποζημίωση]] και, γενικά, [[ποινή]] που συνίσταται στην [[πληρωμή]] χρηματικού ποσού<br /><b>10.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>τιμῇ</i><br />με έντιμο τρόπο<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ ἐν τιμαῑς» — αυτοί που κατέχουν τα ανώτατα αξιώματα<br />β) «τιμὰς [[ἴσχω]]» — [[κατέχω]] το [[αξίωμα]] του τιμούχου<br />γ) «[[τιμῆς]] [[λαγχάνω]] [ή [[τυγχάνω]]]» — [[δέχομαι]] τιμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] το μοναδικό παράγωγο με κατάλ -<i>μή</i> ([[πρβλ]]. [[σχισμή]], [[οσμή]]) του ρ. <i>τίω</i> «[[απονέμω]] [[τιμή]], [[σέβομαι]]», [[αλλά]] και «[[εκτιμώ]], [[ορίζω]] την [[αξία]] ενός πράγματος». Η λ. [[τιμή]] στην Αρχαία Ελληνική χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το [[αξίωμα]], την ύψιστη [[αρχή]], την [[εξουσία]] και [[επίσης]] τον προσδιορισμό μιας ζημιάς προκειμένου να καθοριστεί η ανάλογη [[αποζημίωση]] και γενικά η [[ποινή]] που συνίσταται στην [[πληρωμή]] χρηματικού ποσού. Σύμφωνα με την τελευταία σημ., η λ. [[τιμή]] συνδέθηκε παρετυμολογικά με τη λ. [[ποινή]] και την [[οικογένεια]] του ρ. [[τίνω]] «[[πληρώνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. <i>τίω</i>, [[τιμωρός]], [[τίνω]], [[ποινή]]). Η λ. [[τιμή]] εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>τιμος</i> ([[πρβλ]]. [[πολύτιμος]], [[φιλότιμος]], [[αξιότιμος]]). Επίσης, με τη λ. [[τιμή]] ως α' ή β' συνθετικό έχει σχηματιστεί [[μεγάλος]] [[αριθμός]] ανθρωπωνυμίων (<b>πρβλ.</b> <i>Τιμο</i>-<i>γένης</i>, <i>Τιμο</i>-[[φάνης]], <i>Εργό</i>-<i>τιμος</i>, <i>Νικό</i>-<i>τιμος</i>, <i>Πολυ</i>-<i>τίμη</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τίμιος]], [[τιμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τιμαίος]], [[τιμήεις]], [[τιμικόν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[τιμαλφής]], [[τιμοκρατία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τιμάξιος]], [[τιμαρχία]], [[τιμογραφώ]], [[τιμόθεος]], [[τιμοκράτης]], [[τιμούχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τιμάριθμος]], [[τιμοκατάλογος]], [[τιμολόγιο]], [[τιμολογώ]]. (Β' συνθετικό σε -<i>τιμος</i>) [[αξιότιμος]], [[άτιμος]], [[αφιλότιμος]], [[βαρύτιμος]], [[έντιμος]], [[επίτιμος]], [[ερίτιμος]], [[ισότιμος]], [[ομότιμος]], [[πάντιμος]], [[πολύτιμος]], [[φιλότιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αβρότιμος]], [[αγλαότιμος]], <i>αντίτιμος</i>, <i>αρίτιμος</i>, [[βαθύτιμος]], [[διάτιμος]], [[ευρύτιμος]], [[θεότιμος]], <i>μεγα</i>(<i>λό</i>)<i>τιμος</i>, [[μυριότιμος]], [[νυμφότιμος]], [[ξενότιμος]], [[ομοιότιμος]], [[περίτιμος]], [[σεμνότιμος]], [[σύντιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ανέντιμος</i>, [[υπέρτιμος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |