Anonymous

φορίνη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />το παχύ [[δέρμα]], η [[δορά]] παχύδερμων ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ορισμένων ψαριών<br /><b>2.</b> το [[κέλυφος]] της χελώνας<br /><b>3.</b> το ανθρώπινο [[δέρμα]]<br /><b>4.</b> [[ένδυμα]] από [[χοιρινό]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. <i>φορ</i>-<i>ίνη</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghw</i><i>ō</i><i>r</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ghw</i><i>ē</i><i>r</i>- «άγριο ζώο» (<b>βλ. λ.</b> <i>θήρ</i>, για το βραχύ [[φωνήεν]] του τ. [[φορίνη]], <b>πρβλ.</b> λατ. <i>fĕrus</i>) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός επιθ. <i>φόρινος</i>, [[κατά]] [[παράλειψη]] του ουσ. σε φρ., όπως [[φορίνη]] [[χροιά]] ή [[φορίνη]] [[δορά]], με σημ. «[[δέρμα]] άγριου ζώου» (για το [[επίθημα]] -<i>ινος</i>, -<i>ίνη</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πύξ</i>-<i>ινος</i>, <i>ῥητ</i>-<i>ίνη</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[στέκομαι]] [[ψηλά]], [[κράσπεδο]], [[άκρη]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ισλδ. <i>borkr</i> και το γερμ. <i>Borke</i> με σημ. «[[φλοιός]], [[κόρα]], [[τσόφλι]]», τα οποία προέρχονται από [[ρίζα]] <i>bhreĝ</i>- (επεκταμένη, με -<i>g</i>-, [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>-)].
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />το παχύ [[δέρμα]], η [[δορά]] παχύδερμων ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ορισμένων ψαριών<br /><b>2.</b> το [[κέλυφος]] της χελώνας<br /><b>3.</b> το ανθρώπινο [[δέρμα]]<br /><b>4.</b> [[ένδυμα]] από [[χοιρινό]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. <i>φορ</i>-<i>ίνη</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghw</i><i>ō</i><i>r</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ghw</i><i>ē</i><i>r</i>- «άγριο ζώο» (<b>βλ. λ.</b> <i>θήρ</i>, για το βραχύ [[φωνήεν]] του τ. [[φορίνη]], <b>πρβλ.</b> λατ. <i>fĕrus</i>) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός επιθ. <i>φόρινος</i>, [[κατά]] [[παράλειψη]] του ουσ. σε φρ., όπως [[φορίνη]] [[χροιά]] ή [[φορίνη]] [[δορά]], με σημ. «[[δέρμα]] άγριου ζώου» (για το [[επίθημα]] -<i>ινος</i>, -<i>ίνη</i>, [[πρβλ]]. [[πύξινος]], [[ῥητίνη]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[στέκομαι]] [[ψηλά]], [[κράσπεδο]], [[άκρη]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ισλδ. <i>borkr</i> και το γερμ. <i>Borke</i> με σημ. «[[φλοιός]], [[κόρα]], [[τσόφλι]]», τα οποία προέρχονται από [[ρίζα]] <i>bhreĝ</i>- (επεκταμένη, με -<i>g</i>-, [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>-)].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''φορίνη''': (ι)<br />{phorínē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': ‘harte, rauhe Haut, bes. Schweineschwarte’ (Hp., Antipho Soph., Aristom.Kom. u.a.).<br />'''Etymology''': Zur Bildung vgl. [[ῥητίνη]] und die zahlreichen Fisch- und Pflanzennamen u.a.m. auf -ινος, -ινη (Chantraine Form. 203 ff.). Ohne inner- od. außergriech. Entsprechung. Eine entfernte Ähnlichkeit zeigt ein german. Wort für [[rauhe]], [[äußere Rinde]], z.B. awno. ''bǫrkr'', nd. (>nhd.) ''Borke''; s. Persson Beitr. 1, 22 A. 2, wo auch awno. ''bāra'' f. (idg. ''bhēr''-) [[Wellenkamm]], [[harter Streifen an der Oberfläche]], [[Käsekruste]] herangezogen wird. Morphologische Erwägungen bei Specht Ursprung 165.<br />'''Page''' 2,1036
|ftr='''φορίνη''': (ι)<br />{phorínē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': ‘harte, rauhe Haut, bes. Schweineschwarte’ (Hp., Antipho Soph., Aristom.Kom. u.a.).<br />'''Etymology''': Zur Bildung vgl. [[ῥητίνη]] und die zahlreichen Fisch- und Pflanzennamen u.a.m. auf -ινος, -ινη (Chantraine Form. 203 ff.). Ohne inner- od. außergriech. Entsprechung. Eine entfernte Ähnlichkeit zeigt ein german. Wort für [[rauhe]], [[äußere Rinde]], z.B. awno. ''bǫrkr'', nd. (>nhd.) ''Borke''; s. Persson Beitr. 1, 22 A. 2, wo auch awno. ''bāra'' f. (idg. ''bhēr''-) [[Wellenkamm]], [[harter Streifen an der Oberfläche]], [[Käsekruste]] herangezogen wird. Morphologische Erwägungen bei Specht Ursprung 165.<br />'''Page''' 2,1036
}}
}}