3,276,901
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[φύλαξ]] -ακος, ΝΜΑ<br />αυτός που φυλάγει, που φρουρεί [[κάτι]], που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει [[κάτι]] (α. «οι δύο φύλακες είχαν εγκαταλείψει τη [[θέση]] τους» β. «τοὺς τοῦ Θεοῦ ἱερέας ἐπήγετο... [[ὥσπερ]] τινὰς ψυχῆς ἀγαθοὺς [[φύλακας]]», Ευσ.<br />γ. «ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα», ΠΔ<br />δ. «[[φύλακας]] τοῦ [[ἡμίσεος]] τείχους», <b>Θουκ.</b><br />ε. «νεὼς... [[φύλαξ]]», <b>Σοφ.</b><br />στ. «κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ [[φύλαξ]]», <b>Αισχύλ.</b><br />ζ. «λαβὼν φύλακάς τ' ἄνδρας δμωάς τε γυναῖκας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που τηρεί και ακολουθεί εντολές, έθιμα, παραδόσεις (α. «φύλακες τών παραδόσεων» β. «[[φύλακας]] τών παραδεδομένων ὑπ' [[αὐτοῦ]] διδαγμάτων», Ιουστίν.<br />γ. «φύλακες τοῦ ἐπιταττομένου», <b>Ξεν.</b><br />δ. «τίνες ἄριστοι φύλακες τοῦ παρ' αὐτοῖς δόγματος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]] (α. «ο [[άγιος]], ο [[φύλακας]] του νησιού» β. «σωτῆρας ψυχῶν καὶ σωμάτων καὶ ἰατροὺς ὀνομάζουσι καὶ ὡς πολιούχους τιμῶσι καὶ [[φύλακας]]», Θεοδώρ.<br />γ. «[[ἄγαλμα]] Ἀθηνᾶς... φυλακίδος», Δίων Κάσσ.<br />δ. «[[λοχαγέτας]] πύλας ἐφ' [[ἑπτά]], [[φύλακας]] Ἀργείου [[δορός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι φύλακες</i><br />το [[σύνολο]] τών φυλάκων, η [[φρουρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[φύλακας]] [[άγγελος]]»<br /><b>μτφ.</b> [[συμπαραστάτης]], [[βοηθός]] σε δύσκολες στιγμές<br />β) «φύλακες γρηγορείτε» — [[προτροπή]], που αντάλλασσαν με δυνατή [[φωνή]] [[μεταξύ]] τους οι φύλακες ή οι σκοποί σε νυχτερινή [[βάρδια]]<br />γ) «έχουν [[γνώση]] οι φύλακες» — [[διαβεβαίωση]] ότι για [[κάτι]] υπάρχει η απαιτούμενη [[προσοχή]] και [[προστασία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φύλακας]] [[άγγελος]]» και «[[φύλαξ]] [[ἄγγελος]]»<br /><b>εκκλ.</b> ο [[άγγελος]] που προστατεύει [[κάθε]] χριστιανό<br /><b>μσν.</b><br />[[αντιπρόσωπος]], [[τοποτηρητής]] («Μοδέστῳ... φύλακι... τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου», Σωφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιβλέπει, που επιτηρεί [[κάτι]] («φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, οἱ ἀγορανόμοι», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[κρίκος]] αλυσίδας<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] επιδέσμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φύλακες τοῦ σώματος» — [[σωματοφυλακή]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις» — οι αγορανόμοι <b>(Λυσ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους δυσερμήνευτους [[συχνά]] τ. του καθημερινού λεξιλογίου ή εκφραστικούς ( | |mltxt=ο / [[φύλαξ]] -ακος, ΝΜΑ<br />αυτός που φυλάγει, που φρουρεί [[κάτι]], που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει [[κάτι]] (α. «οι δύο φύλακες είχαν εγκαταλείψει τη [[θέση]] τους» β. «τοὺς τοῦ Θεοῦ ἱερέας ἐπήγετο... [[ὥσπερ]] τινὰς ψυχῆς ἀγαθοὺς [[φύλακας]]», Ευσ.<br />γ. «ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα», ΠΔ<br />δ. «[[φύλακας]] τοῦ [[ἡμίσεος]] τείχους», <b>Θουκ.</b><br />ε. «νεὼς... [[φύλαξ]]», <b>Σοφ.</b><br />στ. «κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ [[φύλαξ]]», <b>Αισχύλ.</b><br />ζ. «λαβὼν φύλακάς τ' ἄνδρας δμωάς τε γυναῖκας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που τηρεί και ακολουθεί εντολές, έθιμα, παραδόσεις (α. «φύλακες τών παραδόσεων» β. «[[φύλακας]] τών παραδεδομένων ὑπ' [[αὐτοῦ]] διδαγμάτων», Ιουστίν.<br />γ. «φύλακες τοῦ ἐπιταττομένου», <b>Ξεν.</b><br />δ. «τίνες ἄριστοι φύλακες τοῦ παρ' αὐτοῖς δόγματος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]] (α. «ο [[άγιος]], ο [[φύλακας]] του νησιού» β. «σωτῆρας ψυχῶν καὶ σωμάτων καὶ ἰατροὺς ὀνομάζουσι καὶ ὡς πολιούχους τιμῶσι καὶ [[φύλακας]]», Θεοδώρ.<br />γ. «[[ἄγαλμα]] Ἀθηνᾶς... φυλακίδος», Δίων Κάσσ.<br />δ. «[[λοχαγέτας]] πύλας ἐφ' [[ἑπτά]], [[φύλακας]] Ἀργείου [[δορός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι φύλακες</i><br />το [[σύνολο]] τών φυλάκων, η [[φρουρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[φύλακας]] [[άγγελος]]»<br /><b>μτφ.</b> [[συμπαραστάτης]], [[βοηθός]] σε δύσκολες στιγμές<br />β) «φύλακες γρηγορείτε» — [[προτροπή]], που αντάλλασσαν με δυνατή [[φωνή]] [[μεταξύ]] τους οι φύλακες ή οι σκοποί σε νυχτερινή [[βάρδια]]<br />γ) «έχουν [[γνώση]] οι φύλακες» — [[διαβεβαίωση]] ότι για [[κάτι]] υπάρχει η απαιτούμενη [[προσοχή]] και [[προστασία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φύλακας]] [[άγγελος]]» και «[[φύλαξ]] [[ἄγγελος]]»<br /><b>εκκλ.</b> ο [[άγγελος]] που προστατεύει [[κάθε]] χριστιανό<br /><b>μσν.</b><br />[[αντιπρόσωπος]], [[τοποτηρητής]] («Μοδέστῳ... φύλακι... τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου», Σωφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιβλέπει, που επιτηρεί [[κάτι]] («φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, οἱ ἀγορανόμοι», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[κρίκος]] αλυσίδας<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] επιδέσμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φύλακες τοῦ σώματος» — [[σωματοφυλακή]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις» — οι αγορανόμοι <b>(Λυσ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους δυσερμήνευτους [[συχνά]] τ. του καθημερινού λεξιλογίου ή εκφραστικούς ([[πρβλ]]. [[κόλαξ]], [[μεῖραξ]]). Κατά μία [[άποψη]], η λ. μπορεί να συνδεθεί με το β' συνθετικό (πιθ. -<i>fulcus</i>) τών λατ. <i>bu</i>-<i>bulcus</i> «[[βουκόλος]]» και <i>su</i>-<i>bulcus</i> «[[χοιροβοσκός]]». Η [[άποψη]], [[ωστόσο]], αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφ' ενός λόγω του ότι το αμάρτυρο -<i>fulcus</i> θα οδηγούσε στην [[αποδοχή]] ως αρχικού του θεματικού τ. [[φυλακός]], ο [[οποίος]] όμως [[είναι]] [[υστερογενής]], και αφ' ετέρου λόγω του ότι η λ. [[φύλαξ]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους λατ. τ., δεν χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] κανόνα για να δηλώσει τον φρουρό ζώων. Έχουν διατυπωθεί, [[τέλος]], και άλλες, ελάχιστα πιθανές, απόψεις για [[σύνδεση]] της λ. με τις λ. [[πύλη]] και [[φωλεός]], [[καθώς]] και για [[αναγωγή]] στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bheudh</i>- «[[επαγρυπνώ]], [[παρατηρώ]], [[προσέχω]]» του ρ. [[πυνθάνομαι]] (<b>πρβλ.</b> [[πευθήν]] «[[κατάσκοπος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φυλακή]], [[φυλακίζω]], [[φυλάκιο]](<i>ν</i>), [[φύλακτρο]](<i>ν</i>), [[φυλάσσω]] / [[φυλάω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φυλακεία]], [[φυλακεύς]], [[φυλακία]], [[φυλακικός]], [[φυλακιστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>φυλακείον</i>, [[φυλακίτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φυλακώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φυλακάτορας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[φυλακάρχης]]<br />(Β' συνθετικό) [[αγροφύλακας]] ([[αγροφύλαξ]]), [[αμπελοφύλακας]] ([[αμπελοφύλαξ]]), [[αρχειοφύλακας]] ([[αρχειοφύλαξ]]), [[αρχιφύλακας]] ([[αρχιφύλαξ]]), [[βιβλιοφύλακας]] ([[βιβλιοφύλαξ]]), [[δεσμοφύλακας]] ([[δεσμοφύλαξ]]), [[εθνοφύλακας]] ([[εθνοφύλαξ]]), [[θαλαμοφύλακας]] ([[θαλαμοφύλαξ]]), [[θεσμοφύλακας]] ([[θεσμοφύλαξ]]), [[θησαυροφύλακας]] ([[θησαυροφύλαξ]]), [[ιματιοφύλακας]] ([[ιματιοφύλαξ]]), [[κλειδοφύλακας]] ([[κλειδοφύλαξ]]), [[κτηματοφύλακας]] ([[κτηματοφύλαξ]]), [[λιμενοφύλακας]] ([[λιμενοφύλαξ]]), [[νεκροφύλακας]]([[νεκροφύλαξ]]), [[νομοφύλακας]] ([[νομοφύλαξ]]), [[νυκτοφύλακας]] ([[νυκτοφύλαξ]]), [[οδοφύλακας]] ([[οδοφύλαξ]]), [[οπισθοφύλακας]] ([[οπισθοφύλαξ]]), [[οπλοφύλακας]] ([[οπλοφύλαξ]]), [[οροφύλακας]] ([[οροφύλαξ]]), [[πολιτοφύλακας]] ([[πολιτοφύλαξ]]), [[σκευοφύλακας]] ([[σκευοφύλαξ]]), [[σκηνοφύλακας]] ([[σκηνοφύλαξ]]), [[σφραγιδοφύλακας]] ([[σφραγιδοφύλαξ]]), [[σωματοφύλακας]] ([[σωματοφύλαξ]]), [[χαρτοφύλακας]] ([[χαρτοφύλαξ]]), [[χωροφύλακας]] ([[χωροφύλαξ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[αιγιαλοφύλαξ]], [[ακροφύλαξ]], [[αλωνοφύλαξ]], [[αντροφύλαξ]], [[αργυροφύλαξ]], [[αρκτοφύλαξ]], [[αρχιδεσμοφύλαξ]], [[αρχιναυφύλαξ]], [[αρχινυκτοφύλαξ]], [[αρχιπαραφύλαξ]], [[αρχιπεδιοφύλαξ]], [[αρχισωματοφύλαξ]], [[βουβωνοφύλαξ]], [[γαζοφύλαξ]], [[γενηματοφύλαξ]], [[γερροφύλαξ]], [[γεωφύλαξ]], [[γραμματοφύλαξ]], [[δαμοσιοφύλαξ]], [[δεξιοφύλαξ]], [[δρυμοφύλαξ]], [[ειματοφύλαξ]], [[ειργμοφύλαξ]], [[ειρηνοφύλαξ]], [[ειρκτοφύλαξ]], [[Ελληνοσποντοφύλαξ]], [[εντεροφύλαξ]], [[επιφύλαξ]], [[ερημοφύλαξ]], [[εσμοφύλαξ]], [[εφηβοφύλαξ]], [[ημεροφύλαξ]], [[θεοφύλαξ]], [[θερμοφύλαξ]], [[θηροφύλαξ]], [[θυροφύλαξ]], [[ιεροφύλαξ]], [[καρδιοφύλαξ]], [[καρποφύλαξ]], [[κεστροφύλαξ]], [[κνωδακοφύλαξ]], [[κοιτωνοφύλαξ]], [[κρηνοφύλαξ]], [[κωμοφύλαξ]], [[μαγδωλοφύλαξ]], [[μετοικοφύλαξ]], [[μηλοφύλαξ]], [[μηνιγγοφύλαξ]], [[μοτοφύλαξ]], [[ναοφύλαξ]], [[ναυφύλαξ]], [[νεωριοφύλαξ]], [[νεωφύλαξ]], [[νησοφύλαξ]], [[νηττοφύλαξ]], [[ξενοφύλαξ]], [[ξυστροφύλαξ]], [[οικοφύλαξ]], [[οινοφύλαξ]], [[οπωροφύλαξ]], [[ορεοφύλαξ]], [[ορμοφύλαξ]], [[οροφύλαξ]] (II), [[ορφανοφύλαξ]], [[οχθοφύλαξ]], [[παιδοφύλαξ]], [[παλαιστροφύλαξ]], [[παραφύλαξ]], [[πεδιοφύλαξ]], [[πεντηκοντοφύλαξ]], [[πινοφύλαξ]], [[πιστοφύλαξ]], [[πλαγιοφύλαξ]], [[πλαγυφύλαξ]], [[ποδοφύλαξ]], [[προφύλαξ]], [[πρωτοφύλαξ]], [[πυλωνοφύλαξ]], [[πυργοφύλαξ]], [[ρητροφύλαξ]], [[ρισκοφύλαξ]], [[σιτοφύλαξ]], [[σπειροφύλαξ]], [[στρατοφύλαξ]], [[στρωματοφύλαξ]], [[συγγραφοφύλαξ]], [[συμβολοφύλαξ]], [[συμφύλαξ]], [[συνθηκοφύλαξ]], [[ταγματοφύλαξ]], [[τειχοφύλαξ]], [[τομαροφύλαξ]], [[υδροφύλαξ]], [[υποβιβλιοθηκοφύλαξ]], [[υποβιβλιοφύλαξ]], [[υπομνηματοφύλαξ]], [[υποστρατοφύλαξ]], [[υποφύλαξ]], [[φυτοφύλαξ]], [[χαλαζοφύλαξ]], [[χαλκιοφύλαξ]], [[χειλοφύλαξ]], [[χιμαιροφύλαξ]], [[χορτοφύλαξ]], [[χρεωφύλαξ]], [[χρηματοφύλαξ]], [[χρησμοφύλαξ]], [[χρυσοφύλαξ]], [[χωματοφύλαξ]], [[ωνοφύλαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακτοφύλακας]], [[αλατοφύλακας]], [[αλσοφύλακας]], [[αρχαιοφύλακας]], [[αρχιλιμενοφύλακας]], [[αστυφύλακας]], [[δακτυλοφύλακας]], [[δασοφύλακας]], [[εμπροσθοφύλακας]], [[θεματοφύλακας]], [[καστροφύλακας]], [[σταβλοφύλακας]], [[τελωνοφύλακας]], [[τερματοφύλακας]], [[υποθηκοφύλακας]], [[φαροφύλακας]]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |