Anonymous

τράφηξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τράπηξ]], -ηκος, ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σανίδα]] ή [[τεμάχιο]] ξύλου στενό και επίμηκες, [[δοκάρι]], [[παλούκι]]<br /><b>2.</b> [[δόρυ]], [[ακόντιο]]<br /><b>3.</b> πλατιά [[σανίδα]] όπου τοποθετούσαν τα ζυμωμένα ψωμιά για τη [[μεταφορά]] τους στον φούρνο, η [[πινακωτή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πλοία) [[σκαλμός]] ή [[κουπαστή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ηξ</i>, -<i>ηκος</i>, όπως και άλλα ον. οργάνων (<b>πρβλ.</b> <i>οἴ</i>-<i>ᾱξ</i>, <i>πήλ</i>-<i>ηξ</i>) και απαντά με [[ποικιλία]] σημασιών και διαφορετικών μορφών (<b>πρβλ.</b> τους τ. [[τράπηξ]], [[τρόπηξ]], <i>τρόφηξ</i>), [[πράγμα]] αναμενόμενο για έναν τ. του τεχνικού και καθημερινού λεξιλογίου. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[τρέπω]] με [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>ŗ</i> ως -<i>ρα</i>- και -<i>ρο</i>- στους τ. [[τράπηξ]] και [[τρόπηξ]] και με εκφραστική δάσυνση του -<i>π</i>- στους τ. [[τράφηξ]] και <i>τρόφηξ</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>treb</i>- «[[κατασκευή]] από δοκάρια, [[κτήριο]], [[κατοικία]]» και να συνδεθεί με το λατ. <i>trabs</i> «[[δοκός]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[τέραμνον]]). Η [[άποψη]], όμως, δεν θεωρείται τόσο πιθανή, λόγω της σημασιολογικής απομάκρυνσης που παρουσιάζουν τα διάφορα, κινητά [[κυρίως]], αντικείμενα που δηλώνονται από τη λ. [[τράφηξ]] και τους άλλους συγγενείς τ. σε [[σχέση]] με τη σημ. της ρίζας].
|mltxt=και [[τράπηξ]], -ηκος, ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σανίδα]] ή [[τεμάχιο]] ξύλου στενό και επίμηκες, [[δοκάρι]], [[παλούκι]]<br /><b>2.</b> [[δόρυ]], [[ακόντιο]]<br /><b>3.</b> πλατιά [[σανίδα]] όπου τοποθετούσαν τα ζυμωμένα ψωμιά για τη [[μεταφορά]] τους στον φούρνο, η [[πινακωτή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πλοία) [[σκαλμός]] ή [[κουπαστή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ηξ</i>, -<i>ηκος</i>, όπως και άλλα ον. οργάνων ([[πρβλ]]. [[οἴᾱξ]], [[πήληξ]]) και απαντά με [[ποικιλία]] σημασιών και διαφορετικών μορφών (<b>πρβλ.</b> τους τ. [[τράπηξ]], [[τρόπηξ]], <i>τρόφηξ</i>), [[πράγμα]] αναμενόμενο για έναν τ. του τεχνικού και καθημερινού λεξιλογίου. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[τρέπω]] με [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>ŗ</i> ως -<i>ρα</i>- και -<i>ρο</i>- στους τ. [[τράπηξ]] και [[τρόπηξ]] και με εκφραστική δάσυνση του -<i>π</i>- στους τ. [[τράφηξ]] και <i>τρόφηξ</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>treb</i>- «[[κατασκευή]] από δοκάρια, [[κτήριο]], [[κατοικία]]» και να συνδεθεί με το λατ. <i>trabs</i> «[[δοκός]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[τέραμνον]]). Η [[άποψη]], όμως, δεν θεωρείται τόσο πιθανή, λόγω της σημασιολογικής απομάκρυνσης που παρουσιάζουν τα διάφορα, κινητά [[κυρίως]], αντικείμενα που δηλώνονται από τη λ. [[τράφηξ]] και τους άλλους συγγενείς τ. σε [[σχέση]] με τη σημ. της ρίζας].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τράφηξ''': -ηκος<br />{tráphēks}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Bed. unsicher, nach H. (ähnlich ''EM'', Sch. Lyk. u.a.) = [[χάραξ]], [[σκόλοψ]]. [[ἔνιοι]] τὸ [[δόρυ]], ἄλλοι τὸ τῆς νεὼς [[χεῖλος]]; nach ''EM'' auch = τὸ [[ξύλον]] [[ἔνθα]] [[τιθέασι]] τὸν ἄρτον. Literarisch selten: Bito (’Balken, Pfahl’ ?),Lykophr. 641 (’Balken, Brett’ ?), 1001 (’Speer’?), att. Inschr. IV<sup>a</sup> (’Schiffsbord’?). Bei H. noch: τράπηκι· δόρατι (aus Lyk. 1001?); auch mit ''o'' (äol. oder nach [[τροπή]], [[τροφή]]?): τρόφηξ (cod. -φῆς)· [[χάραξ]], [[σκόλοψ]] (cod. [[σκώληξ]]), τρόπηκος· μερὶς τῆς [[κώπης]] ὁ [[τρόπηξ]], οὖ ἐπιλαμβάνονται οἱ ἐρέσσοντες· [[ὥστε]] ἀπὸ μέρους τὴν κώπην.<br />'''Etymology''': Gerätename auf -ηξ (vgl. [[οἴαξ]], [[πήληξ]] u.a.), dessen nicht genau feststellbare Bedeutung das Etymologisieren stark erschwert. Eine Verbindung mit lat. ''trabs'' [[Balken]] usw. mit Fick 1, 447 (zweifelnd; des weiteren s. W.-Hofmann s.v., WP. 1, 757, Pok. 1090; vgl. zu τέραμνα) ist gewiß nicht undenkbar, läßt sich aber nicht näher begründen. Für fremde Herkunft (bes. wegen des Suffixes) Porzig ZII 5, 269.<br />'''Page''' 2,919-920
|ftr='''τράφηξ''': -ηκος<br />{tráphēks}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Bed. unsicher, nach H. (ähnlich ''EM'', Sch. Lyk. u.a.) = [[χάραξ]], [[σκόλοψ]]. [[ἔνιοι]] τὸ [[δόρυ]], ἄλλοι τὸ τῆς νεὼς [[χεῖλος]]; nach ''EM'' auch = τὸ [[ξύλον]] [[ἔνθα]] [[τιθέασι]] τὸν ἄρτον. Literarisch selten: Bito (’Balken, Pfahl’ ?),Lykophr. 641 (’Balken, Brett’ ?), 1001 (’Speer’?), att. Inschr. IV<sup>a</sup> (’Schiffsbord’?). Bei H. noch: τράπηκι· δόρατι (aus Lyk. 1001?); auch mit ''o'' (äol. oder nach [[τροπή]], [[τροφή]]?): τρόφηξ (cod. -φῆς)· [[χάραξ]], [[σκόλοψ]] (cod. [[σκώληξ]]), τρόπηκος· μερὶς τῆς [[κώπης]] ὁ [[τρόπηξ]], οὖ ἐπιλαμβάνονται οἱ ἐρέσσοντες· [[ὥστε]] ἀπὸ μέρους τὴν κώπην.<br />'''Etymology''': Gerätename auf -ηξ (vgl. [[οἴαξ]], [[πήληξ]] u.a.), dessen nicht genau feststellbare Bedeutung das Etymologisieren stark erschwert. Eine Verbindung mit lat. ''trabs'' [[Balken]] usw. mit Fick 1, 447 (zweifelnd; des weiteren s. W.-Hofmann s.v., WP. 1, 757, Pok. 1090; vgl. zu τέραμνα) ist gewiß nicht undenkbar, läßt sich aber nicht näher begründen. Für fremde Herkunft (bes. wegen des Suffixes) Porzig ZII 5, 269.<br />'''Page''' 2,919-920
}}
}}