Anonymous

οἶστρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶστρος]])<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[μύγα]], κυκλόρραφο [[έντομο]], που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] αποτελεί [[γένος]] της οικογένειας οίστρίδες και του οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις και [[ιδίως]] τον λεγόμενο ίλιγγο του οίστρου που «ξετρελαίνει» τα προσβληθένα ζώα κν. [[σήμερα]] [[αλογόμυγα]] ή βοϊδόμυγα («τοῖς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι περὶ τὸ οὖς... καὶ τοῖς κυσὶ τὸν κρότωνα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] εξάπτει υπερβολικά, [[καθετί]] που οδηγεί σε [[τρέλα]], [[παραφροσύνη]] («οἶστρός τις κινεῖ σε ἐμφυόμενος ἐκ παλαιῶν ἀδικημάτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διέγερση]], [[παροξυσμός]]<br /><b>4.</b> [[μανία]], [[τρέλα]], [[παραφροσύνη]]<br /><b>5.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], παράφορο [[πάθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάσταση]] ψυχικής ή πνευματικής έξαρσης, [[έμπνευση]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών φυσιολογικών και ηθολογικών φαινομένων τα οποία προηγούνται, συνοδεύουν ή επακολουθούν της ωορρηξίας στις γυναίκες και στα [[θήλεα]] θηλαστικά, [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο το θηλυκό αναζητεί το [[αρσενικό]] και δέχεται τη [[σύζευξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] εντόμων το οποίο καταδιώκει και καταπονεί το [[ψάρι]] [[τόνος]]<br /><b>2.</b> [[πλήγμα]] το οποίο προκαλεί ή επιφέρει πόνο ή [[αγωνία]] (α. «ὡς πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν ἤ τιν' οἶστρον», <b>Σοφ.</b><br />β. «[[οὔτε]] γῆς σεισμὸς κεραυνοῦ τ' [[οἶστρος]] ὠδῑνας πνέων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευγενής]] [[άμιλλα]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] μικρού εντομοφάγου πτηνού<br /><b>5.</b> [[ρίψη]] κύβων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από το θ. της λ. <i>οἴμα</i> «βίαιη [[εφόρμηση]]», με [[επίθημα]] -<i>τρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κέσ</i>-<i>τρος</i>, <i>χύ</i>-<i>τρος</i>) και η αρχική της σημ., [[επομένως]], θα ήταν «αυτός που ωθεί, που διεγείρει». Ωστόσο, δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν η λ. δήλωνε αρχικά τον δράστη (το [[έντομο]] που επιφέρει [[τρέλα]], [[μανία]]) ή την [[ίδια]] την [[κατάσταση]] της παραφροσύνης. Η λ. έχει έναν παρλλ. τ. στη Λιθουανική: <i>aistra</i> «βίαιο [[πάθος]]». Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι η λ. συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>ἰστυάζει</i><br /><i>ὀργίζεται</i>, μέσω ενός <i>ἰσ</i>-<i>τύ</i>-<i>ς</i>, δεν θεωρείται πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[οιστρηδόν]], [[οιστρήεις]], [[οιστρώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οιστρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οιστρήλατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιστροβολώ]], [[οιστρογενέτωρ]], [[οιστροδίνητος]], [[οιστροδόνητος]], [[οιστρομανής]], [[οιστροπλάνεια]], [[οιστροπλήξ]], [[οιστροφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οιστροφόρητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οιστρογόνος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[πάροιστρος]], [[φίλοιστρος]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶστρος]])<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[μύγα]], κυκλόρραφο [[έντομο]], που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] αποτελεί [[γένος]] της οικογένειας οίστρίδες και του οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις και [[ιδίως]] τον λεγόμενο ίλιγγο του οίστρου που «ξετρελαίνει» τα προσβληθένα ζώα κν. [[σήμερα]] [[αλογόμυγα]] ή βοϊδόμυγα («τοῖς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι περὶ τὸ οὖς... καὶ τοῖς κυσὶ τὸν κρότωνα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] εξάπτει υπερβολικά, [[καθετί]] που οδηγεί σε [[τρέλα]], [[παραφροσύνη]] («οἶστρός τις κινεῖ σε ἐμφυόμενος ἐκ παλαιῶν ἀδικημάτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διέγερση]], [[παροξυσμός]]<br /><b>4.</b> [[μανία]], [[τρέλα]], [[παραφροσύνη]]<br /><b>5.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], παράφορο [[πάθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάσταση]] ψυχικής ή πνευματικής έξαρσης, [[έμπνευση]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών φυσιολογικών και ηθολογικών φαινομένων τα οποία προηγούνται, συνοδεύουν ή επακολουθούν της ωορρηξίας στις γυναίκες και στα [[θήλεα]] θηλαστικά, [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο το θηλυκό αναζητεί το [[αρσενικό]] και δέχεται τη [[σύζευξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] εντόμων το οποίο καταδιώκει και καταπονεί το [[ψάρι]] [[τόνος]]<br /><b>2.</b> [[πλήγμα]] το οποίο προκαλεί ή επιφέρει πόνο ή [[αγωνία]] (α. «ὡς πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν ἤ τιν' οἶστρον», <b>Σοφ.</b><br />β. «[[οὔτε]] γῆς σεισμὸς κεραυνοῦ τ' [[οἶστρος]] ὠδῑνας πνέων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευγενής]] [[άμιλλα]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] μικρού εντομοφάγου πτηνού<br /><b>5.</b> [[ρίψη]] κύβων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από το θ. της λ. <i>οἴμα</i> «βίαιη [[εφόρμηση]]», με [[επίθημα]] -<i>τρος</i> ([[πρβλ]]. [[κέστρος]], [[χύτρος]]) και η αρχική της σημ., [[επομένως]], θα ήταν «αυτός που ωθεί, που διεγείρει». Ωστόσο, δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν η λ. δήλωνε αρχικά τον δράστη (το [[έντομο]] που επιφέρει [[τρέλα]], [[μανία]]) ή την [[ίδια]] την [[κατάσταση]] της παραφροσύνης. Η λ. έχει έναν παρλλ. τ. στη Λιθουανική: <i>aistra</i> «βίαιο [[πάθος]]». Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι η λ. συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>ἰστυάζει</i><br /><i>ὀργίζεται</i>, μέσω ενός <i>ἰσ</i>-<i>τύ</i>-<i>ς</i>, δεν θεωρείται πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[οιστρηδόν]], [[οιστρήεις]], [[οιστρώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οιστρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οιστρήλατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιστροβολώ]], [[οιστρογενέτωρ]], [[οιστροδίνητος]], [[οιστροδόνητος]], [[οιστρομανής]], [[οιστροπλάνεια]], [[οιστροπλήξ]], [[οιστροφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οιστροφόρητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οιστρογόνος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[πάροιστρος]], [[φίλοιστρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm