Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

-σκόπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=β' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. [[σκοπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε -<i>σκοπος</i> απαντούν ως προπαροξύτονα όταν το α' συνθετικό [[είναι]] [[πρόθεση]] (<b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>σκοπος</i>, [[κατά]]-<i>σκοπος</i>) ή, σπανιότερα, [[επίθετο]] (<b>πρβλ.</b> [[πολύσκοπος]]) ή όταν το συνθ. έχει παθητική σημ. ([[πρβλ]]. [[εύσκοπος]]). Συνήθως, όμως, τα συνθ. σε -<i>σκόπος</i> απαντούν ως παροξύτονα και ανήκουν στην [[κατηγορία]] τών αντικειμενικών συνθ. με α' συνθετικό κάποιο ουσιαστικό (<b>πρβλ.</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>τερατο</i>-<i>σκόπος</i>). Τέλος, στη Νέα Ελληνική απαντούν επιστημον. όροι σε -[[σκοπός]], οι οποίοι έχουν εισαχθεί ως αντιδάνειοι (<b>πρβλ.</b> <i>κρανιο</i>-<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cranio</i>-<i>scopist</i>)<br /><b>βλ.</b> και λ. -<i>σκόπιο</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> σε -<i>σκόπος</i>. [[αστεροσκόπος]], [[μετεωροσκόπος]], [[οιωνοσκόπος]], [[τερατοσκόπος]], [[υδροσκόπος]], [[ωροσκόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αλαοσκόπος</i>, [[αλφιτοσκόπος]], <i>ανθωροσκόπος</i>, <i>αργυροσκόπος</i>, <i>βαλαντιοσκόπος</i>, [[βιοτοσκόπος]], [[βοοσκόπος]], [[βροτοσκόπος]], [[δικασκόπος]], [[εμπυροσκόπος]], [[ερημοσκόπος]], <i>ευθυσκόπος</i>, [[ηλιοσκόπος]], [[ημεροσκόπος]], [[ηπατοσκόπος]], [[θεμισκόπος]], [[θηροσκόπος]], [[θυννοσκόπος]], [[θυοσκόπος]], [[ιεροσκόπος]], [[ιπποσκόπος]], [[λιμενοσκόπος]], [[λιτροσκόπος]], [[μηλοσκόπος]], [[μορφοσκόπος]], [[μωμοσκόπος]], [[ορνεοσκόπος]], [[ορνιθοσκόπος]], [[ουρανοσκόπος]], [[σημειοσκόπος]], [[συκοσκόπος]], [[τερασκόπος]], [[τηλεσκόπος]], [[υλοσκόπος]], [[χειροσκόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακτινοσκόπος]], [[ενδοσκόπος]], [[καιροσκόπος]], [[κερδοσκόπος]], [[κρανιοσκόπος]], <i>λεκανοσκόπος</i>, [[ομφαλοσκόπος]], [[ραβδοσκόπος]], [[σπλαγχνοσκόπος]], [[ωοσκόπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> σε -[[σκοπός]]: [[άσκοπος]], [[επίσκοπος]], [[κατάσκοπος]], [[πρόσκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδιάσκοπος]], [[ακατάσκοπος]], [[απόσκοπος]], [[εύσκοπος]], [[πάνσκοπος]], [[πολύσκοπος]], [[τανυσίσκοπος]], [[τηλεσκόπος]], [[υπόσκοπος]], [[φιλόσκοπος]], [[ωκύσκοπος]].
|mltxt=β' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. [[σκοπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε -<i>σκοπος</i> απαντούν ως προπαροξύτονα όταν το α' συνθετικό [[είναι]] [[πρόθεση]] (<b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>σκοπος</i>, [[κατά]]-<i>σκοπος</i>) ή, σπανιότερα, [[επίθετο]] (<b>πρβλ.</b> [[πολύσκοπος]]) ή όταν το συνθ. έχει παθητική σημ. ([[πρβλ]]. [[εύσκοπος]]). Συνήθως, όμως, τα συνθ. σε -<i>σκόπος</i> απαντούν ως παροξύτονα και ανήκουν στην [[κατηγορία]] τών αντικειμενικών συνθ. με α' συνθετικό κάποιο ουσιαστικό ([[πρβλ]]. [[οιωνοσκόπος]], [[τερατοσκόπος]]). Τέλος, στη Νέα Ελληνική απαντούν επιστημον. όροι σε -[[σκοπός]], οι οποίοι έχουν εισαχθεί ως αντιδάνειοι (<b>πρβλ.</b> <i>κρανιο</i>-<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cranio</i>-<i>scopist</i>)<br /><b>βλ.</b> και λ. -<i>σκόπιο</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> σε -<i>σκόπος</i>. [[αστεροσκόπος]], [[μετεωροσκόπος]], [[οιωνοσκόπος]], [[τερατοσκόπος]], [[υδροσκόπος]], [[ωροσκόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αλαοσκόπος</i>, [[αλφιτοσκόπος]], <i>ανθωροσκόπος</i>, <i>αργυροσκόπος</i>, <i>βαλαντιοσκόπος</i>, [[βιοτοσκόπος]], [[βοοσκόπος]], [[βροτοσκόπος]], [[δικασκόπος]], [[εμπυροσκόπος]], [[ερημοσκόπος]], <i>ευθυσκόπος</i>, [[ηλιοσκόπος]], [[ημεροσκόπος]], [[ηπατοσκόπος]], [[θεμισκόπος]], [[θηροσκόπος]], [[θυννοσκόπος]], [[θυοσκόπος]], [[ιεροσκόπος]], [[ιπποσκόπος]], [[λιμενοσκόπος]], [[λιτροσκόπος]], [[μηλοσκόπος]], [[μορφοσκόπος]], [[μωμοσκόπος]], [[ορνεοσκόπος]], [[ορνιθοσκόπος]], [[ουρανοσκόπος]], [[σημειοσκόπος]], [[συκοσκόπος]], [[τερασκόπος]], [[τηλεσκόπος]], [[υλοσκόπος]], [[χειροσκόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακτινοσκόπος]], [[ενδοσκόπος]], [[καιροσκόπος]], [[κερδοσκόπος]], [[κρανιοσκόπος]], <i>λεκανοσκόπος</i>, [[ομφαλοσκόπος]], [[ραβδοσκόπος]], [[σπλαγχνοσκόπος]], [[ωοσκόπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> σε -[[σκοπός]]: [[άσκοπος]], [[επίσκοπος]], [[κατάσκοπος]], [[πρόσκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδιάσκοπος]], [[ακατάσκοπος]], [[απόσκοπος]], [[εύσκοπος]], [[πάνσκοπος]], [[πολύσκοπος]], [[τανυσίσκοπος]], [[τηλεσκόπος]], [[υπόσκοπος]], [[φιλόσκοπος]], [[ωκύσκοπος]].
}}
}}