Anonymous

χαράσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "τι" to "τι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Ν ΜΑ, και [[χαράζω]] Ν, και αττ. τ. [[χαράττω]] Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] εγκοπές, γραμμές ή γράμματα [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] με αιχμηρό όργανο, [[εγχαράσσω]]<br /><b>2.</b> [[γράφω]]<br /><b>3.</b> [[σχεδιάζω]] τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή [[ορίζω]] και [[σημειώνω]] στο [[έδαφος]] τον άξονα ενός μελλοντικού έργου (α. «ο [[δρόμος]] χαράχθηκε [[έτσι]] ώστε να μην διασχίζει την [[πόλη]]» β. «μεγάλην αὐτὴν [ενν. <i>τὴν ἐκκλησίαν</i>] ἐχάραξεν ὀλίγων ὄντων τῶν Χριστιανῶν ἐν τῇ πόλει», Μαρκ. Δ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τραβώ]] ευθείες γραμμές [[πάνω]] σε [[χαρτί]] με [[μολύβι]] ή [[πένα]], [[χαρακώνω]]<br /><b>2.</b> [[τραυματίζω]] κάποιον στο [[πρόσωπο]] ή στο [[σώμα]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]] («ο [[δράστης]] τήν χάραξε στο [[πρόσωπο]] για να τήν φοβίσει»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδιορίζω]] την [[κατεύθυνση]] («ύστερα από ουσιαστικό διάλογο με όλα τα κόμματα, η [[κυβέρνηση]] θα χαράξει την [[πολιτική]] και την [[τακτική]] της στον τομέα αυτό»)<br /><b>4.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>χαράζει</i><br />αρχίζει να φέγγει η [[ημέρα]], να ξημερώνει<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χαράζω]] τον μύλο»<br />(παλαιότερα) [[κάνω]] εγκοπές στη [[μυλόπετρα]] για το καλύτερο [[άλεσμα]] του σιταριού<br />β) «μού χαράζει»<br /><b>μτφ.</b> [[καταλαβαίνω]]<br />γ) «[[χαράζω]] [[πορεία]]» — [[προσδιορίζω]] την [[πορεία]] για μένα ή για κάποιον [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απαλείφω]] («ἐξήλειψεν, οὐκ ἐχαραξεν μόνον [ενν. <i>ὁ Θεὸς</i>] τὰ παραπτώματα», Ιωανν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[διαλύω]], [[σκορπίζω]] («ἐχάραξε λιπόσκιον [[ὄρθρος]] ὁμίχλην», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] ένα [[αντικείμενο]] αιχμηρό, το [[οξύνω]] («[[ὅταν]] ῥινῶσι καὶ χαράττωσι τὰ σιδήρια καὶ τοὺς πριόνας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[σφραγίδα]] σε ένα [[αντικείμενο]], το [[σφραγίζω]]<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με ζώο) [[σημαδεύω]] με πυρακτωμένο [[σίδερο]]<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]]<br /><b>5.</b> [[παριστάνω]] («ἁπαλὰν χάραξε Κύπριν», Ανακρεόντ.)<br /><b>6.</b> (σχετικά με τη γη) [[ανοίγω]] αυλάκια («ἀρότρῳ... ἐπικνίζοντι [[χαράσσω]] χέρσον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με τη [[θάλασσα]]) [[διασχίζω]] ή [[διατρέχω]] μια υγρή [[επιφάνεια]] σχηματίζοντας αυλάκια («νήνεμον ἀκροτάτοισιν [[ὕδωρ]] ἐχάρασσον ἐρετμοῖς», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[ερεθίζω]], [[παροξύνω]] κάποιον («[[ἔρως]] ψυχὰς χαράσσει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> <i>χαράσσομαι</i><br />([[κυρίως]] μτφ.) α) οργίζομαι με κάποιον, [[θυμώνω]]<br />β) [[λάμπω]], [[αστράφτω]] με τεχνητά [[μέσα]] («ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται ὄμματος [[αὐγή]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «τὸ χαραχθὲν [[νόμισμα]]» — [[νόμισμα]] με χαρακτή [[παράσταση]] στην επιφάνειά του (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χαράσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαρακjω</i>) έχει σχηματιστεί από το ουρανικόληκτο θ. του [[χάραξ]], -<i>ακος</i>, με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i>, ενώ το ουσ. [[χάραξ]] [[είναι]] [[ένας]] άγνωστης ετυμολ. [[σχηματισμός]] με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, το οποίο απαντά σε τεχνικούς όρους (<b>πρβλ.</b> <i>κλίμ</i>-<i>αξ</i>, <i>πίν</i>-<i>αξ</i>). Πρέπει, [[λοιπόν]], να γίνει δεκτό ότι το ουσ. [[χάραξ]] [[είναι]] αρχαιότερο από το ρ., [[μολονότι]] μαρτυρείται αργότερα από αυτό. Κατά μία [[άποψη]], οι τ. ανάγονται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ĝher</i>- «[[τρίβω]], [[σκαλίζω]], [[χαράζω]]» και συνδέονται με τα λιθουαν. <i>žeriu</i>, <i>žerti</i> «[[τρίβω]], [[σκαλίζω]]», <i>žarstyti</i> «[[σκαλίζω]]», [[καθώς]] και, κατ' άλλους, με το τοχαρ. Β <i>k</i><i>ā</i><i>r</i>(<i>r</i>)<i>e</i> «[[λάκκος]]» (πιθ. <span style="color: red;"><</span> IE <i>gh</i><i>ō</i><i>ro</i>-<i>s</i>). Όσον αφορά τον σχηματισμό τών μεταρρηματικών παρ., όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις (<b>πρβλ.</b> [[φράσσω]]), <i>το</i> άηχο κλειστό -<i>κ</i>- του θ. τρέπεται στο αντίστοιχο ηχηρό διαρκές -<i>γ</i>- [[μπροστά]] από το έρρινο -<i>μ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[χάραγμα]], [[χαραγμή]], [[χαραγμός]]). Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[χαράζω]] έχει σχηματιστεί από τον αρχ. αόρ. <i>ἐχάραξα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έκραξα</i>: [[κράζω]].
|mltxt=Ν ΜΑ, και [[χαράζω]] Ν, και αττ. τ. [[χαράττω]] Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] εγκοπές, γραμμές ή γράμματα [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] με αιχμηρό όργανο, [[εγχαράσσω]]<br /><b>2.</b> [[γράφω]]<br /><b>3.</b> [[σχεδιάζω]] τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή [[ορίζω]] και [[σημειώνω]] στο [[έδαφος]] τον άξονα ενός μελλοντικού έργου (α. «ο [[δρόμος]] χαράχθηκε [[έτσι]] ώστε να μην διασχίζει την [[πόλη]]» β. «μεγάλην αὐτὴν [ενν. <i>τὴν ἐκκλησίαν</i>] ἐχάραξεν ὀλίγων ὄντων τῶν Χριστιανῶν ἐν τῇ πόλει», Μαρκ. Δ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τραβώ]] ευθείες γραμμές [[πάνω]] σε [[χαρτί]] με [[μολύβι]] ή [[πένα]], [[χαρακώνω]]<br /><b>2.</b> [[τραυματίζω]] κάποιον στο [[πρόσωπο]] ή στο [[σώμα]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]] («ο [[δράστης]] τήν χάραξε στο [[πρόσωπο]] για να τήν φοβίσει»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδιορίζω]] την [[κατεύθυνση]] («ύστερα από ουσιαστικό διάλογο με όλα τα κόμματα, η [[κυβέρνηση]] θα χαράξει την [[πολιτική]] και την [[τακτική]] της στον τομέα αυτό»)<br /><b>4.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>χαράζει</i><br />αρχίζει να φέγγει η [[ημέρα]], να ξημερώνει<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χαράζω]] τον μύλο»<br />(παλαιότερα) [[κάνω]] εγκοπές στη [[μυλόπετρα]] για το καλύτερο [[άλεσμα]] του σιταριού<br />β) «μού χαράζει»<br /><b>μτφ.</b> [[καταλαβαίνω]]<br />γ) «[[χαράζω]] [[πορεία]]» — [[προσδιορίζω]] την [[πορεία]] για μένα ή για κάποιον [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απαλείφω]] («ἐξήλειψεν, οὐκ ἐχαραξεν μόνον [ενν. <i>ὁ Θεὸς</i>] τὰ παραπτώματα», Ιωανν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[διαλύω]], [[σκορπίζω]] («ἐχάραξε λιπόσκιον [[ὄρθρος]] ὁμίχλην», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] ένα [[αντικείμενο]] αιχμηρό, το [[οξύνω]] («[[ὅταν]] ῥινῶσι καὶ χαράττωσι τὰ σιδήρια καὶ τοὺς πριόνας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[σφραγίδα]] σε ένα [[αντικείμενο]], το [[σφραγίζω]]<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με ζώο) [[σημαδεύω]] με πυρακτωμένο [[σίδερο]]<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]]<br /><b>5.</b> [[παριστάνω]] («ἁπαλὰν χάραξε Κύπριν», Ανακρεόντ.)<br /><b>6.</b> (σχετικά με τη γη) [[ανοίγω]] αυλάκια («ἀρότρῳ... ἐπικνίζοντι [[χαράσσω]] χέρσον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με τη [[θάλασσα]]) [[διασχίζω]] ή [[διατρέχω]] μια υγρή [[επιφάνεια]] σχηματίζοντας αυλάκια («νήνεμον ἀκροτάτοισιν [[ὕδωρ]] ἐχάρασσον ἐρετμοῖς», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[ερεθίζω]], [[παροξύνω]] κάποιον («[[ἔρως]] ψυχὰς χαράσσει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> <i>χαράσσομαι</i><br />([[κυρίως]] μτφ.) α) οργίζομαι με κάποιον, [[θυμώνω]]<br />β) [[λάμπω]], [[αστράφτω]] με τεχνητά [[μέσα]] («ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται ὄμματος [[αὐγή]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «τὸ χαραχθὲν [[νόμισμα]]» — [[νόμισμα]] με χαρακτή [[παράσταση]] στην επιφάνειά του (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χαράσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαρακjω</i>) έχει σχηματιστεί από το ουρανικόληκτο θ. του [[χάραξ]], -<i>ακος</i>, με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i>, ενώ το ουσ. [[χάραξ]] [[είναι]] [[ένας]] άγνωστης ετυμολ. [[σχηματισμός]] με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, το οποίο απαντά σε τεχνικούς όρους ([[πρβλ]]. [[κλίμαξ]], [[πίναξ]]). Πρέπει, [[λοιπόν]], να γίνει δεκτό ότι το ουσ. [[χάραξ]] [[είναι]] αρχαιότερο από το ρ., [[μολονότι]] μαρτυρείται αργότερα από αυτό. Κατά μία [[άποψη]], οι τ. ανάγονται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ĝher</i>- «[[τρίβω]], [[σκαλίζω]], [[χαράζω]]» και συνδέονται με τα λιθουαν. <i>žeriu</i>, <i>žerti</i> «[[τρίβω]], [[σκαλίζω]]», <i>žarstyti</i> «[[σκαλίζω]]», [[καθώς]] και, κατ' άλλους, με το τοχαρ. Β <i>k</i><i>ā</i><i>r</i>(<i>r</i>)<i>e</i> «[[λάκκος]]» (πιθ. <span style="color: red;"><</span> IE <i>gh</i><i>ō</i><i>ro</i>-<i>s</i>). Όσον αφορά τον σχηματισμό τών μεταρρηματικών παρ., όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις (<b>πρβλ.</b> [[φράσσω]]), <i>το</i> άηχο κλειστό -<i>κ</i>- του θ. τρέπεται στο αντίστοιχο ηχηρό διαρκές -<i>γ</i>- [[μπροστά]] από το έρρινο -<i>μ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[χάραγμα]], [[χαραγμή]], [[χαραγμός]]). Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[χαράζω]] έχει σχηματιστεί από τον αρχ. αόρ. <i>ἐχάραξα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έκραξα</i>: [[κράζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm