Anonymous

πιθάκνη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. [[φιδάκνη]] και λακων. τ. πισάκνα, ή, Α<br /><b>1.</b> [[πιθάρι]] που χρησιμοποιούσαν [[συνήθως]] για [[εναπόθεση]] κρασιού, κρασοπίθαρο («οἰκοῦν
|mltxt=και αττ. τ. [[φιδάκνη]] και λακων. τ. πισάκνα, ή, Α<br /><b>1.</b> [[πιθάρι]] που χρησιμοποιούσαν [[συνήθως]] για [[εναπόθεση]] κρασιού, κρασοπίθαρο («οἰκοῦν
τ' ἐν ταῖς πιθάκνεσσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[πιθάρι]] για [[εναπόθεση]] καρπών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πιθάκνη]] ἰατρική» — [[δοχείο]] φαρμάκων, φαρμακευτικό [[γουδί]] (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίθος]] «[[πιθάρι]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. [[επίθημα]] -<i>άκνη</i> το οποίο πιθ. έχει προέλθει από το [[επίθημα]] -<i>ίχνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυλ</i>-<i>ίχνη</i>, <i>πελ</i>-<i>ίχνη</i>), με ανομοιωτική [[τροπή]] του δασέος -<i>χ</i>- σε κλειστό -<i>κ</i>- και του -<i>ι</i>- σε -<i>α</i>- (<i>πιθ</i>-<i>ίχνη</i> > <i>πιθ</i>-<i>άκνη</i>) ή κατ' [[επίδραση]] τών τύπων με -<i>ακ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πίναξ]], -<i>ακος</i>, [[πύνδαξ]], -<i>ακος</i>). Ο τ. [[φιδάκνη]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του [[φείδομαι]] «[[μεταχειρίζομαι]] με [[φειδώ]], [[κάνω]] [[οικονομία]]» λόγω του ότι το [[πιθάρι]] χρησιμοποιείται για [[εναπόθεση]], [[αποταμίευση]] προμηθειών. Ο τ. <i>πισάκνα</i> με [[τροπή]] του -<i>θ</i>- σε -<i>σ</i>-].
τ' ἐν ταῖς πιθάκνεσσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[πιθάρι]] για [[εναπόθεση]] καρπών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πιθάκνη]] ἰατρική» — [[δοχείο]] φαρμάκων, φαρμακευτικό [[γουδί]] (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίθος]] «[[πιθάρι]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. [[επίθημα]] -<i>άκνη</i> το οποίο πιθ. έχει προέλθει από το [[επίθημα]] -<i>ίχνη</i> ([[πρβλ]]. [[κυλίχνη]], [[πελίχνη]]), με ανομοιωτική [[τροπή]] του δασέος -<i>χ</i>- σε κλειστό -<i>κ</i>- και του -<i>ι</i>- σε -<i>α</i>- (<i>πιθ</i>-<i>ίχνη</i> > <i>πιθ</i>-<i>άκνη</i>) ή κατ' [[επίδραση]] τών τύπων με -<i>ακ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πίναξ]], -<i>ακος</i>, [[πύνδαξ]], -<i>ακος</i>). Ο τ. [[φιδάκνη]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του [[φείδομαι]] «[[μεταχειρίζομαι]] με [[φειδώ]], [[κάνω]] [[οικονομία]]» λόγω του ότι το [[πιθάρι]] χρησιμοποιείται για [[εναπόθεση]], [[αποταμίευση]] προμηθειών. Ο τ. <i>πισάκνα</i> με [[τροπή]] του -<i>θ</i>- σε -<i>σ</i>-].
}}
}}
{{lsm
{{lsm