3,273,831
edits
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[οὐδέτερος]], -έρα, -ον, Α και [[οὐθέτερος]], -έρα, -ον)<br />(αόρ. αντων.)<br /><b>1.</b> [[ούτε]] ο [[ένας]] [[ούτε]] ο [[άλλος]], [[κανένας]] από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι' ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «[[οὐδέ]] τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς [[λύσις]]... οὐδετέροις», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ουδέτερο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>γραμμ.</b> [[γένος]] της γραμματικής στο οποίο κατατάσσονται όλα τα ουσιαστικά που δεν [[είναι]] αρσενικού ή θηλυκού γένους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τάσσεται με καμία [[πλευρά]], [[αμέτοχος]], [[αμερόληπτος]] («στη διένεξή τους έμεινα [[ουδέτερος]]»)<br /><b>2.</b> [[αδιάφορος]], [[αδρανής]], [[ψυχρός]]<br /><b>3.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> αυτός που δεν ακολουθεί κανένα από τα εμπόλεμα μέρη, που δεν μετέχει στον πόλεμο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ουδέτερη [[ζώνη]]» ή «ουδέτερο [[έδαφος]]» — εδαφική [[περιοχή]] συμβατικώς προσδιορισμένη που παρεμβάλλεται [[μεταξύ]] τών εμπολέμων [[έπειτα]] από τη [[σύναψη]] ανακωχής και στην οποία απαγορεύονται οι οχυρώσεις και οι δραστηριότητες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε [[αναζωπύρωση]] τών συγκρούσεων και στην [[επανάληψη]] τών εχθροπραξιών, ώστε να ευνοηθεί το [[κλίμα]] εν όψει της οριστικής κατάπαυσης της σύρραξης και της υπογραφής συνθήκης ειρήνης<br />β) «ουδέτερο [[σημείο]]»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> καθένα από τα δύο [[σημεία]] σε μία [[γεννήτρια]] ηλεκτρονικού συστήματος, τα οποία μπορούν να ενωθούν [[χωρίς]] να διαφοροποιηθεί το ηλεκτρικό [[σύστημα]]<br />γ) «ουδέτερη ίνα»<br /><b>(μηχαν.)</b> καθεμιά από τις ίνες μιας ράβδου οι οποίες, στην [[περίπτωση]] κάμψης της ράβδου όταν αυτή υπόκειται σε μία [[δύναμη]] κάθετη [[προς]] τον κύριο άξονά της, διατηρούν το αρχικό τους [[μέγεθος]], ενώ άλλες επιμηκύνονται και άλλες βραχύνονται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν ανήκει σε καμία από δύο τάξεις, κατηγορίες, ιδιότητες ή ομάδες οι οποίες αντιτίθενται [[μεταξύ]] τους («διαφερουσῶν δὲ τῶν ἐνεργειῶν... τῶν μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, τῶν δὲ φευκτῶν, τῶν δ' οὐδετέρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην ιατρ.) αυτός που δεν μπορεί να θεωρηθεί [[ούτε]] [[υγιής]] [[ούτε]] [[ασθενής]] («οὐδέτερον [[σώμα]]», Γαλην.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ουδετέρως]] και <i>ουδέτερα</i> (ΑΜ ούδετέρως, Α και οὐδέτερα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με αμέτοχο, με αμερόληπτο τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με κανέναν από τους δύο τρόπους, [[ούτε]] [[έτσι]], [[ούτε]] [[αλλιώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] να ανήκει σε κανένα από τα αντιτιθέμενα μέρη<br /><b>2.</b> σε ουδέτερο [[γένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδέ]] <span style="color: red;">+</span> [[ἕτερος]] ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[οὐδέτερος]], -έρα, -ον, Α και [[οὐθέτερος]], -έρα, -ον)<br />(αόρ. αντων.)<br /><b>1.</b> [[ούτε]] ο [[ένας]] [[ούτε]] ο [[άλλος]], [[κανένας]] από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι' ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «[[οὐδέ]] τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς [[λύσις]]... οὐδετέροις», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ουδέτερο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>γραμμ.</b> [[γένος]] της γραμματικής στο οποίο κατατάσσονται όλα τα ουσιαστικά που δεν [[είναι]] αρσενικού ή θηλυκού γένους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τάσσεται με καμία [[πλευρά]], [[αμέτοχος]], [[αμερόληπτος]] («στη διένεξή τους έμεινα [[ουδέτερος]]»)<br /><b>2.</b> [[αδιάφορος]], [[αδρανής]], [[ψυχρός]]<br /><b>3.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> αυτός που δεν ακολουθεί κανένα από τα εμπόλεμα μέρη, που δεν μετέχει στον πόλεμο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ουδέτερη [[ζώνη]]» ή «ουδέτερο [[έδαφος]]» — εδαφική [[περιοχή]] συμβατικώς προσδιορισμένη που παρεμβάλλεται [[μεταξύ]] τών εμπολέμων [[έπειτα]] από τη [[σύναψη]] ανακωχής και στην οποία απαγορεύονται οι οχυρώσεις και οι δραστηριότητες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε [[αναζωπύρωση]] τών συγκρούσεων και στην [[επανάληψη]] τών εχθροπραξιών, ώστε να ευνοηθεί το [[κλίμα]] εν όψει της οριστικής κατάπαυσης της σύρραξης και της υπογραφής συνθήκης ειρήνης<br />β) «ουδέτερο [[σημείο]]»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> καθένα από τα δύο [[σημεία]] σε μία [[γεννήτρια]] ηλεκτρονικού συστήματος, τα οποία μπορούν να ενωθούν [[χωρίς]] να διαφοροποιηθεί το ηλεκτρικό [[σύστημα]]<br />γ) «ουδέτερη ίνα»<br /><b>(μηχαν.)</b> καθεμιά από τις ίνες μιας ράβδου οι οποίες, στην [[περίπτωση]] κάμψης της ράβδου όταν αυτή υπόκειται σε μία [[δύναμη]] κάθετη [[προς]] τον κύριο άξονά της, διατηρούν το αρχικό τους [[μέγεθος]], ενώ άλλες επιμηκύνονται και άλλες βραχύνονται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν ανήκει σε καμία από δύο τάξεις, κατηγορίες, ιδιότητες ή ομάδες οι οποίες αντιτίθενται [[μεταξύ]] τους («διαφερουσῶν δὲ τῶν ἐνεργειῶν... τῶν μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, τῶν δὲ φευκτῶν, τῶν δ' οὐδετέρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην ιατρ.) αυτός που δεν μπορεί να θεωρηθεί [[ούτε]] [[υγιής]] [[ούτε]] [[ασθενής]] («οὐδέτερον [[σώμα]]», Γαλην.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ουδετέρως]] και <i>ουδέτερα</i> (ΑΜ ούδετέρως, Α και οὐδέτερα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με αμέτοχο, με αμερόληπτο τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με κανέναν από τους δύο τρόπους, [[ούτε]] [[έτσι]], [[ούτε]] [[αλλιώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] να ανήκει σε κανένα από τα αντιτιθέμενα μέρη<br /><b>2.</b> σε ουδέτερο [[γένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδέ]] <span style="color: red;">+</span> [[ἕτερος]] ([[πρβλ]]. [[μηδέτερος]]). Για τον τ. [[οὐθέτερος]] <b>πρβλ.</b> [[ουδείς]]: [[ουθείς]]]. | ||
}} | }} |