Anonymous

περιαυχένιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[περιαυχένιος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που περιβάλλει τον αυχένα («[[κόσμος]] [[περιαυχένιος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το περιαυχένιο</i><br />α) το [[μέρος]] της σαγής υποζυγίου, το οποίο περιβάλλει τον αυχένα, η [[λαιμαργία]], αλλ. [[περιλαίμιο]]<br />β) [[πλατύς]] [[μεταλλικός]] [[δακτύλιος]] με σπειροειδή [[αυλάκωση]] στο εσωτερικό του ο [[οποίος]] βιδώνεται συνδέοντας δύο μεταλλικά τεμάχια, κν. [[κολάρο]]<br /><b>(ρχ.)</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-[[αυχένιος]])].
|mltxt=-α, -ο / [[περιαυχένιος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που περιβάλλει τον αυχένα («[[κόσμος]] [[περιαυχένιος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το περιαυχένιο</i><br />α) το [[μέρος]] της σαγής υποζυγίου, το οποίο περιβάλλει τον αυχένα, η [[λαιμαργία]], αλλ. [[περιλαίμιο]]<br />β) [[πλατύς]] [[μεταλλικός]] [[δακτύλιος]] με σπειροειδή [[αυλάκωση]] στο εσωτερικό του ο [[οποίος]] βιδώνεται συνδέοντας δύο μεταλλικά τεμάχια, κν. [[κολάρο]]<br /><b>(ρχ.)</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] ([[πρβλ]]. [[καταυχένιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm