3,270,498
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[φειδίτης]], -ου, ό, δωρ. τ. [[φιδίτης]], -α, Α<br />[[μέλος]] φιδιτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. -[[ίτης]] ( | |mltxt=και [[φειδίτης]], -ου, ό, δωρ. τ. [[φιδίτης]], -α, Α<br />[[μέλος]] φιδιτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[θιασίτης]]), σχηματισμένος από ένα θ. <i>φ</i>(<i>ε</i>)<i>ιδ</i>-, το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για το θ. ενός αμάρτυρου ουσ. με σημ. «[[μέρος]], [[μερίδιο]]» που πιθ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>id</i>- «[[χωρίζω]], [[διανέμω]]» (<b>πρβλ.</b> [[φείδομαι]]), αν όχι για την [[ίδια]] την λ. [[φειδώ]]. Συνεπώς, η κυριολ. σημ. της λ. θα ήταν «αυτός που παίρνει την [[μερίδα]] που του αναλογεί». Η [[άποψη]] ότι ο τ. προήλθε από την λ. [[φιλία]] με [[εναλλαγή]] <i>λ</i>/<i>δ</i> (<b>πρβλ.</b> και τον τ. [[φιλίτια]]) δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} |