Anonymous

φλοίσβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. , )")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / φλοῑσβος, ΝΑ<br />[[ελαφρός]] [[ήχος]] που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην [[ακτή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γενικά) [[ελαφρός]] [[παφλασμός]] κινούμενου νερού («ο [[φλοίσβος]] του ρυακιού»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάραχος]], [[θόρυβος]]<br /><b>2.</b> συγκεχυμένος [[θόρυβος]] κινούμενου όγκου και, [[κυρίως]], πλήθους ανθρώπων, [[οχλοβοή]]<br /><b>3.</b> (στον Όμ.) βοή από το [[πεδίο]] της μάχης<br /><b>4.</b> ο [[θόρυβος]] της φουσκοθαλασσιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ. η οποία, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] και με [[αφετηρία]] τη σημ. «[[ταραχή]], [[αναστάτωση]]», ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bhl</i>-<i>ei</i>-<i>d</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>φλοιδ</i>-<i>ιῶ</i>, για τη [[μορφή]] της ρίζας <b>βλ. λ.</b> [[φλίω]]) εντάσσεται, [[δηλαδή]], στην ευρύτερη [[οικογένεια]] της ΙΕ ρίζας <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, [[κοχλάζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[φλέω]], [[φλίω]], [[φλύω]]) και εμφανίζει μια ιδιαίτερη μεταφορική [[χρήση]] της αρχικής σημ. «[[φουσκώνω]]» για να δηλωθεί η [[έννοια]] της ταραχής, της αναστάτωσης, του αναβρασμού (για τη σημασιολογική αυτή [[σχέση]] <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>tumala</i>- «[[ταραχή]], [[σύγχυση]]», λατ. <i>tumultus</i> «[[ταραχή]]», γαλλ. <i>tumulte</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>teu</i>- / <i>tu</i>-<i>m</i>- «πρήζομαι, [[φουσκώνω]]»). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, η λ. [[φλοῖσβος]] έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του επιθήματος -<i>βος</i>, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν ήχο, όπως <i>θόρυ</i>-<i>βος</i>, [[κόνα]]-<i>βος</i> (<b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της λ. [[φλοῖσβος]] με σημ. «[[θόρυβος]]») από έναν τ. [[φλοισμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-[[φλοισμός]], <i>ὑπερ</i>-[[φλοισμός]]) σχηματισμένον από το θ. <i>φλοιδ</i>- με κατάλ. -<i>μος</i> και με [[τροπή]] του συμπλέγματος -<i>δμ</i>- σε -<i>σμ</i>- (για την [[τάση]] αυτή της γλώσσας να αποφεύγεται το συμφωνικό αυτό [[σύμπλεγμα]] <b>πρβλ.</b> <i>ἴσμεν</i>: [[ἴδμεν]], [[ὀσμή]]: [[ὀδμή]]). Αξίζει, [[τέλος]], να σημειωθεί ότι [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] η λ. [[φλοῖσβος]] είχε ερμηνευθεί ως παρ. του ρ. [[φλέω]], μέσω μιας σημ. του ρ. «[[κοχλάζω]], [[αναβράζω]]» (για τη σημ. αυτή <b>βλ. λ.</b> [[φλέω]]), είχε [[δηλαδή]] επισημανθεί η [[ένταξη]] της στην [[οικογένεια]] αυτή].
|mltxt=ο / φλοῑσβος, ΝΑ<br />[[ελαφρός]] [[ήχος]] που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην [[ακτή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γενικά) [[ελαφρός]] [[παφλασμός]] κινούμενου νερού («ο [[φλοίσβος]] του ρυακιού»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάραχος]], [[θόρυβος]]<br /><b>2.</b> συγκεχυμένος [[θόρυβος]] κινούμενου όγκου και, [[κυρίως]], πλήθους ανθρώπων, [[οχλοβοή]]<br /><b>3.</b> (στον Όμ.) βοή από το [[πεδίο]] της μάχης<br /><b>4.</b> ο [[θόρυβος]] της φουσκοθαλασσιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ. η οποία, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] και με [[αφετηρία]] τη σημ. «[[ταραχή]], [[αναστάτωση]]», ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bhl</i>-<i>ei</i>-<i>d</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>φλοιδ</i>-<i>ιῶ</i>, για τη [[μορφή]] της ρίζας <b>βλ. λ.</b> [[φλίω]]) εντάσσεται, [[δηλαδή]], στην ευρύτερη [[οικογένεια]] της ΙΕ ρίζας <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, [[κοχλάζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[φλέω]], [[φλίω]], [[φλύω]]) και εμφανίζει μια ιδιαίτερη μεταφορική [[χρήση]] της αρχικής σημ. «[[φουσκώνω]]» για να δηλωθεί η [[έννοια]] της ταραχής, της αναστάτωσης, του αναβρασμού (για τη σημασιολογική αυτή [[σχέση]] <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>tumala</i>- «[[ταραχή]], [[σύγχυση]]», λατ. <i>tumultus</i> «[[ταραχή]]», γαλλ. <i>tumulte</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>teu</i>- / <i>tu</i>-<i>m</i>- «πρήζομαι, [[φουσκώνω]]»). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, η λ. [[φλοῖσβος]] έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του επιθήματος -<i>βος</i>, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν ήχο, όπως <i>θόρυ</i>-<i>βος</i>, [[κόνα]]-<i>βος</i> (<b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της λ. [[φλοῖσβος]] με σημ. «[[θόρυβος]]») από έναν τ. [[φλοισμός]] ([[πρβλ]]. [[ἀφλοισμός]], [[ὑπερφλοισμός]]) σχηματισμένον από το θ. <i>φλοιδ</i>- με κατάλ. -<i>μος</i> και με [[τροπή]] του συμπλέγματος -<i>δμ</i>- σε -<i>σμ</i>- (για την [[τάση]] αυτή της γλώσσας να αποφεύγεται το συμφωνικό αυτό [[σύμπλεγμα]] <b>πρβλ.</b> <i>ἴσμεν</i>: [[ἴδμεν]], [[ὀσμή]]: [[ὀδμή]]). Αξίζει, [[τέλος]], να σημειωθεί ότι [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] η λ. [[φλοῖσβος]] είχε ερμηνευθεί ως παρ. του ρ. [[φλέω]], μέσω μιας σημ. του ρ. «[[κοχλάζω]], [[αναβράζω]]» (για τη σημ. αυτή <b>βλ. λ.</b> [[φλέω]]), είχε [[δηλαδή]] επισημανθεί η [[ένταξη]] της στην [[οικογένεια]] αυτή].
}}
}}