Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μωραίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. , )")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μωραίνω]])<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[συμπεριφέρομαι]], [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] ως [[ανόητος]], μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, [[ανοηταίνω]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] ή [[αποδεικνύω]] κάποιον ή [[κάτι]] ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ)<br />(μσν. -αρχ.) (το παθ.) <i>μωραίνομαι</i><br />αποδεικνύομαι [[μωρός]], καθίσταμαι [[ανόητος]], [[μένω]] [[άφωνος]], με το [[στόμα]] ανοιχτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπράττω]] ανοησίες, [[ενεργώ]] μωρές, τρελές πράξεις («πεῖραν τήνδ' ἐμώρανεν» — ενήργησε ανόητη, τρελή [[απόπειρα]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παριστάνω]], [[υποκρίνομαι]] τον ανόητο<br /><b>3.</b> (ευφημιστικά) (για [[γυναίκα]]) μοιχεύομαι, πορνεύομαι<br /><b>4.</b> (μτφ. για το [[αλάτι]]) [[χάνω]] την ιδιότητά μου, [[γίνομαι]] [[άνοστος]], [[ανούσιος]] («ἐάν δὲ τὸ [[ἅλας]] μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται;», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μωρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>γλυκ</i>-[[αίνω]], <i>υγρ</i>-[[αίνω]])].
|mltxt=(ΑΜ [[μωραίνω]])<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[συμπεριφέρομαι]], [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] ως [[ανόητος]], μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, [[ανοηταίνω]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] ή [[αποδεικνύω]] κάποιον ή [[κάτι]] ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ)<br />(μσν. -αρχ.) (το παθ.) <i>μωραίνομαι</i><br />αποδεικνύομαι [[μωρός]], καθίσταμαι [[ανόητος]], [[μένω]] [[άφωνος]], με το [[στόμα]] ανοιχτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπράττω]] ανοησίες, [[ενεργώ]] μωρές, τρελές πράξεις («πεῖραν τήνδ' ἐμώρανεν» — ενήργησε ανόητη, τρελή [[απόπειρα]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παριστάνω]], [[υποκρίνομαι]] τον ανόητο<br /><b>3.</b> (ευφημιστικά) (για [[γυναίκα]]) μοιχεύομαι, πορνεύομαι<br /><b>4.</b> (μτφ. για το [[αλάτι]]) [[χάνω]] την ιδιότητά μου, [[γίνομαι]] [[άνοστος]], [[ανούσιος]] («ἐάν δὲ τὸ [[ἅλας]] μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται;», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μωρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αίνω]] ([[πρβλ]]. [[γλυκαίνω]], [[υγραίνω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm