Anonymous

ποδήρης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. , )")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΜΑ<br />(για ενδύματα) αυτός που φτάνει [[μέχρι]] [[κάτω]] στα πόδια (α. «πέπλοι ποδήρεις», <b>Ευρ.</b><br />β. «καὶ χιτῶνα πορφυροῦν, ποδήρη, στολιδωτόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ποδήρης]]<br />α) ο [[αρχιερατικός]] [[χιτώνας]] του αρχιερέα τών Ιουδαίων<br />β) ο [[ιερατικός]] [[χιτώνας]], το [[στιχάριον]] («ἱερέων ποδήρη κατακοσμούμενος», Μηναί.)<br />γ) ο [[χιτώνας]] τών αγγέλων<br />δ) ο [[χιτώνας]] του Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ποδήρης]]<br />το [[πλοίο]] με τα [[κουπιά]] («[[ποδήρης]]<br />ἡ ναῦς, ἡ τοῖς ποσὶν ἐρεσσομένη ταῖς κώπαις», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποδήρη</i><br />τα [[κάτω]] [[άκρα]], τα τμήματα τών ποδιών από τους αστραγάλους και [[κάτω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ποδήρης]] [[κίων]]» — [[κολόνα]] [[στερεά]] και υψηλή («ὑψηλής στέγης στῡλον ποδήρη», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[ποδήρης]] [[ἀσπίς]]» — [[ασπίδα]] που φτάνει [[μέχρι]] [[κάτω]] στα πόδια, που καλύπτει όλο το [[σώμα]]<br />γ) «[[ποδήρης]] [[πώγων]]» — [[γενειάδα]] που φτάνει [[μέχρι]] [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>κλιν</i>-[[ήρης]], <i>ξιφ</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=-ες, ΝΜΑ<br />(για ενδύματα) αυτός που φτάνει [[μέχρι]] [[κάτω]] στα πόδια (α. «πέπλοι ποδήρεις», <b>Ευρ.</b><br />β. «καὶ χιτῶνα πορφυροῦν, ποδήρη, στολιδωτόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ποδήρης]]<br />α) ο [[αρχιερατικός]] [[χιτώνας]] του αρχιερέα τών Ιουδαίων<br />β) ο [[ιερατικός]] [[χιτώνας]], το [[στιχάριον]] («ἱερέων ποδήρη κατακοσμούμενος», Μηναί.)<br />γ) ο [[χιτώνας]] τών αγγέλων<br />δ) ο [[χιτώνας]] του Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ποδήρης]]<br />το [[πλοίο]] με τα [[κουπιά]] («[[ποδήρης]]<br />ἡ ναῦς, ἡ τοῖς ποσὶν ἐρεσσομένη ταῖς κώπαις», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποδήρη</i><br />τα [[κάτω]] [[άκρα]], τα τμήματα τών ποδιών από τους αστραγάλους και [[κάτω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ποδήρης]] [[κίων]]» — [[κολόνα]] [[στερεά]] και υψηλή («ὑψηλής στέγης στῡλον ποδήρη», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[ποδήρης]] [[ἀσπίς]]» — [[ασπίδα]] που φτάνει [[μέχρι]] [[κάτω]] στα πόδια, που καλύπτει όλο το [[σώμα]]<br />γ) «[[ποδήρης]] [[πώγων]]» — [[γενειάδα]] που φτάνει [[μέχρι]] [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) ([[πρβλ]]. [[κλινήρης]], [[ξιφήρης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm