Anonymous

πλιγούρι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. , )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μπληγούρι]] και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και [[μπλουγούρι]] και [[μπουλγούρι]] και [[πνιγούρι]], το, Ν<br /><b>1.</b> χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο [[σιτάρι]] που χρησιμοποιείται για την [[παρασκευή]] σούπας ή άλλων φαγητών<br /><b>2.</b> το [[φαγητό]] που παρασκευάζεται από χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλιγούρι]] που απαντά με ποικίλες μορφές στα διάφορα ιδιώματα δηλώνει το χοντροαλεσμένο [[σιτάρι]], το οποίο [[πρέπει]] να βραστεί σε [[νερό]]. Για τον τρόπο αυτόν της παρασκευής χρησιμοποιήθηκε ήδη από την αρχαία και βυζαντινή περίοδο το ρ. [[πνίγω]] (<b>πρβλ.</b> τη φρ. [[πνίγω]] στο [[νερό]] ή <i>στο [[γάλα]] για το [[σιτάρι]] ή τον τραχανά). Επομένως, ως [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[πνιγούρι]], με σημ. «[[πνίξιμο]]», ο [[οποίος]] παράγεται από το ρ. [[πνίγω]] [[είτε]] απευθείας ([[πρβλ]]. [[ανοιγούρι]], [[αποδιαλεγούρι]]) [[είτε]] μέσω ενός αμάρτυρου τ. [[πνιγούρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>φαγ</i>-[[ούρα]], <i>χασ</i>-[[ούρα]]). Ο τ. [[πλιγούρι]] προήλθε στη [[συνέχεια]] με [[αντικατάσταση]] του δυσκολοπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος <i>πν</i>- από το <i>πλ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πνεύμων]]: [[πλεμόνι]], [[πνεύμα]]: <i>πλέμα</i>, [[πνίγω]]: <i>πλίγω</i>), ο τ. <i>μπλιγούρι</i> αναλογικά [[προς]] το [[πλεξούδα]] / <i>μπλεξούδα</i>, ενώ οι τ. <i>πλουγούρι</i> / [[μπλουγούρι]] με [[αφομοίωση]]. Τέλος, η [[γραφή]] της λ. με -<i>η</i>- οφείλεται στην παρετυμολογική της [[σύνδεση]] με το ρ. [[πλήττω]] «[[χτυπώ]]»].
|mltxt=και [[μπληγούρι]] και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και [[μπλουγούρι]] και [[μπουλγούρι]] και [[πνιγούρι]], το, Ν<br /><b>1.</b> χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο [[σιτάρι]] που χρησιμοποιείται για την [[παρασκευή]] σούπας ή άλλων φαγητών<br /><b>2.</b> το [[φαγητό]] που παρασκευάζεται από χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλιγούρι]] που απαντά με ποικίλες μορφές στα διάφορα ιδιώματα δηλώνει το χοντροαλεσμένο [[σιτάρι]], το οποίο [[πρέπει]] να βραστεί σε [[νερό]]. Για τον τρόπο αυτόν της παρασκευής χρησιμοποιήθηκε ήδη από την αρχαία και βυζαντινή περίοδο το ρ. [[πνίγω]] (<b>πρβλ.</b> τη φρ. [[πνίγω]] στο [[νερό]] ή <i>στο [[γάλα]] για το [[σιτάρι]] ή τον τραχανά). Επομένως, ως [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[πνιγούρι]], με σημ. «[[πνίξιμο]]», ο [[οποίος]] παράγεται από το ρ. [[πνίγω]] [[είτε]] απευθείας ([[πρβλ]]. [[ανοιγούρι]], [[αποδιαλεγούρι]]) [[είτε]] μέσω ενός αμάρτυρου τ. [[πνιγούρα]] ([[πρβλ]]. [[φαγούρα]], [[χασούρα]]). Ο τ. [[πλιγούρι]] προήλθε στη [[συνέχεια]] με [[αντικατάσταση]] του δυσκολοπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος <i>πν</i>- από το <i>πλ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πνεύμων]]: [[πλεμόνι]], [[πνεύμα]]: <i>πλέμα</i>, [[πνίγω]]: <i>πλίγω</i>), ο τ. <i>μπλιγούρι</i> αναλογικά [[προς]] το [[πλεξούδα]] / <i>μπλεξούδα</i>, ενώ οι τ. <i>πλουγούρι</i> / [[μπλουγούρι]] με [[αφομοίωση]]. Τέλος, η [[γραφή]] της λ. με -<i>η</i>- οφείλεται στην παρετυμολογική της [[σύνδεση]] με το ρ. [[πλήττω]] «[[χτυπώ]]»].
}}
}}