3,271,656
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλέβω]] και [[κλέφτω]] και [[κλέπτω]] (AM [[κλέπτω]], Μ και [[κλέπτω]] και κλέβ[γ]ω και [[κλέφτω]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] που δεν μού ανήκει, [[αφαιρώ]] από κάποιον [[κάτι]] [[κρυφά]] ή με [[απάτη]], σφετερίζομαι, [[καταχρώμαι]], ιδιοποιούμαι, [[υπεξαιρώ]] (α. «της έκλεψαν τα λεφτά από την [[τσάντα]]» β. «μού έκλεψες την [[ιδέα]]» γ. «ἵνα μή διαφοιτέοντες τὰς νύκτας κλέπτοιεν παρ' [[αλλήλων]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αρπάζω]], [[απάγω]] (α. «ο παπούς μου έκλεψε τη [[γιαγιά]] μου, [[γιατί]] δεν του τήν έδιναν» β. «κλεφτήκανε, [[γιατί]] θέλανε να ζήσουν [[μαζί]]» γ. «[[ὅταν]] παρῇ κλέψαι τε χἀρπᾶσαι βίᾳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πετυχαίνω]] [[κάτι]] με βία ή με [[απάτη]], [[κατορθώνω]] [[κάτι]] με δόλο (α. «της έκλεψε το [[φιλί]]» β. «γάμον δ' ἐκλέψατε δώροις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ζωγράφο) [[αντιγράφω]] (α. «το [[θέμα]] του πίνακα [[είναι]] κλεμμένο» β. «ζωγράφε, τὰς μορφὰς κλέπτεις μόνον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κλεμμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]], [[κλοπιμαίος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κλέβω]] την [[καρδιά]] κάποιου» — [[κάνω]] κάποιον να μέ ερωτευθεί<br />β) «[[κλέβω]] καιρό» ή «[[κλέβω]] χρόνο»<br />i) [[εξοικονομώ]] χρόνο («θα κλέψω λίγο χρόνο, για να σέ δω»)<br />ii) [[εκμεταλλεύομαι]] την [[ευκαιρία]] («ει πως και κλέψουσι καιρό να ξανανεβούσι», Τζάνες)<br />γ) «συνελήφθη κλέπτων οπώρας» — πιάστηκε στα πράσα<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «δούλεψε να φας και κλέψε νά 'χεις» — οι περιουσίες σχηματίζονται μόνο με [[κλέψιμο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κλέπτω]] τη [[θέληση]] κάποιου» — [[πετυχαίνω]] τη [[συγκατάθεση]] κάποιου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] [[πόλη]], [[φρούριο]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]], [[διαρπάζω]] [[πόλη]], [[σπίτι]] κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεβάζω]] [[κρυφά]] («οἵ [[πολλάκις]] μ' ἐφηῦρον ἐξ ἐπάλξεων πλεκταῖσιν εἰς γῆν [[σῶμα]] κλέπτουσαν [[τόδε]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταλαμβάνω]] απαρατήρητα («ἤν δὲ καὶ δυνηθῆτε τά τε ὄρη κλέψαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[απαλλάσσω]] από [[κάτι]], [[αφαιρώ]] [[κάτι]] ανεπαίσθητα (α. «τάσεις φωνῆς, αἱ καλούμεναι προσῳδίαι, διάφοροι, κλέπτουσαι τῇ ποικιλίᾳ τὸν κόρον», Διον. Αλ.<br />β. «ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἐσορέοντι κλέπτεται οἱ ἡ [[αὐγή]]», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]], [[ξεγελώ]] κάποιον («οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποκρύπτω]], [[συγκαλύπτω]] [[κάτι]] («τοῖς ὀνόμασι κλέπτων καὶ μεταφέρων τά πράγματα», Αισχίν.)<br /><b>6.</b> [[ψιθυρίζω]], [[διαδίδω]] κακές φήμες («ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[κρυφά]] («κλέπτων ἤ βιαζόμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) α) <b>ενεργ.</b> <i>κλέπτων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />[[επιρρεπής]] σε κλοπές, [[κλεπτικός]]<br />β) <b>μέσ.</b> <i>κλεπτόμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />[[μυστικός]], [[κρυφός]] («κλεπτομένης λαλιᾶς», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>klep</i>- «[[κρύβω]], [[κλέβω]]». Ο αόρ. <i>ἔ</i>-[[κλεψ]]-<i>α</i> αντιστοιχεί επακριβώς στον λατ. αόρ. <i>cleps</i>-<i>i</i>. Αντίστοιχοι του ενεστ. [[κλέπτω]] [[είναι]] ο λατ. ενεστ. <i>clep</i>-<i>o</i> «[[κλέβω]]» και ο γοτθ. <i>hlifan</i> «[[κλέβω]]», ενώ το λατ. <i>cleps</i> αντιστοιχεί στο ελλ. -[[κλεψ]], που εμφανίζεται μόνον ως β' συνθετικό ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κλέβω]] και [[κλέφτω]] και [[κλέπτω]] (AM [[κλέπτω]], Μ και [[κλέπτω]] και κλέβ[γ]ω και [[κλέφτω]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] που δεν μού ανήκει, [[αφαιρώ]] από κάποιον [[κάτι]] [[κρυφά]] ή με [[απάτη]], σφετερίζομαι, [[καταχρώμαι]], ιδιοποιούμαι, [[υπεξαιρώ]] (α. «της έκλεψαν τα λεφτά από την [[τσάντα]]» β. «μού έκλεψες την [[ιδέα]]» γ. «ἵνα μή διαφοιτέοντες τὰς νύκτας κλέπτοιεν παρ' [[αλλήλων]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αρπάζω]], [[απάγω]] (α. «ο παπούς μου έκλεψε τη [[γιαγιά]] μου, [[γιατί]] δεν του τήν έδιναν» β. «κλεφτήκανε, [[γιατί]] θέλανε να ζήσουν [[μαζί]]» γ. «[[ὅταν]] παρῇ κλέψαι τε χἀρπᾶσαι βίᾳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πετυχαίνω]] [[κάτι]] με βία ή με [[απάτη]], [[κατορθώνω]] [[κάτι]] με δόλο (α. «της έκλεψε το [[φιλί]]» β. «γάμον δ' ἐκλέψατε δώροις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ζωγράφο) [[αντιγράφω]] (α. «το [[θέμα]] του πίνακα [[είναι]] κλεμμένο» β. «ζωγράφε, τὰς μορφὰς κλέπτεις μόνον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κλεμμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]], [[κλοπιμαίος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κλέβω]] την [[καρδιά]] κάποιου» — [[κάνω]] κάποιον να μέ ερωτευθεί<br />β) «[[κλέβω]] καιρό» ή «[[κλέβω]] χρόνο»<br />i) [[εξοικονομώ]] χρόνο («θα κλέψω λίγο χρόνο, για να σέ δω»)<br />ii) [[εκμεταλλεύομαι]] την [[ευκαιρία]] («ει πως και κλέψουσι καιρό να ξανανεβούσι», Τζάνες)<br />γ) «συνελήφθη κλέπτων οπώρας» — πιάστηκε στα πράσα<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «δούλεψε να φας και κλέψε νά 'χεις» — οι περιουσίες σχηματίζονται μόνο με [[κλέψιμο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κλέπτω]] τη [[θέληση]] κάποιου» — [[πετυχαίνω]] τη [[συγκατάθεση]] κάποιου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] [[πόλη]], [[φρούριο]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]], [[διαρπάζω]] [[πόλη]], [[σπίτι]] κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεβάζω]] [[κρυφά]] («οἵ [[πολλάκις]] μ' ἐφηῦρον ἐξ ἐπάλξεων πλεκταῖσιν εἰς γῆν [[σῶμα]] κλέπτουσαν [[τόδε]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταλαμβάνω]] απαρατήρητα («ἤν δὲ καὶ δυνηθῆτε τά τε ὄρη κλέψαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[απαλλάσσω]] από [[κάτι]], [[αφαιρώ]] [[κάτι]] ανεπαίσθητα (α. «τάσεις φωνῆς, αἱ καλούμεναι προσῳδίαι, διάφοροι, κλέπτουσαι τῇ ποικιλίᾳ τὸν κόρον», Διον. Αλ.<br />β. «ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἐσορέοντι κλέπτεται οἱ ἡ [[αὐγή]]», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]], [[ξεγελώ]] κάποιον («οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποκρύπτω]], [[συγκαλύπτω]] [[κάτι]] («τοῖς ὀνόμασι κλέπτων καὶ μεταφέρων τά πράγματα», Αισχίν.)<br /><b>6.</b> [[ψιθυρίζω]], [[διαδίδω]] κακές φήμες («ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[κρυφά]] («κλέπτων ἤ βιαζόμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) α) <b>ενεργ.</b> <i>κλέπτων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />[[επιρρεπής]] σε κλοπές, [[κλεπτικός]]<br />β) <b>μέσ.</b> <i>κλεπτόμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />[[μυστικός]], [[κρυφός]] («κλεπτομένης λαλιᾶς», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>klep</i>- «[[κρύβω]], [[κλέβω]]». Ο αόρ. <i>ἔ</i>-[[κλεψ]]-<i>α</i> αντιστοιχεί επακριβώς στον λατ. αόρ. <i>cleps</i>-<i>i</i>. Αντίστοιχοι του ενεστ. [[κλέπτω]] [[είναι]] ο λατ. ενεστ. <i>clep</i>-<i>o</i> «[[κλέβω]]» και ο γοτθ. <i>hlifan</i> «[[κλέβω]]», ενώ το λατ. <i>cleps</i> αντιστοιχεί στο ελλ. -[[κλεψ]], που εμφανίζεται μόνον ως β' συνθετικό ([[πρβλ]]. [[βοῦκλεψ]]). Η ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>klop</i>- της ρίζας εμφανίζεται στα παρ. [[κλοπή]], [[κλοπός]] «[[κλέφτης]]» και ίσως στο μσν. ιρλδ. <i>cluain</i> «[[απάτη]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>klop</i>-<i>ni</i>-). Η Ελληνική εμφανίζει και τ. με εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]], όπως [[κλωψ]] «[[κλέφτης]]». Τέλος, ο [[παλαιός]] παρακμ. <i>κέ</i>-κλαμ-<i>μαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κέ</i>-<i>κλαπ</i>-<i>μαι</i>) εμφανίζει ίσως τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>klp</i>- της ρίζας. Δεν αποκλείεται η μακρινή [[συγγένεια]] του [[κλέπτω]] με το [[καλύπτω]]. Ο νεοελλ. τ. <i>κλέβ</i>-<i>ω</i> προέκυψε υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ἔ</i>-[[κλεψ]]-<i>α</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔ</i>-<i>τριψ</i>-<i>α</i>: <i>τρίβ</i>-<i>ω</i>, <i>ἔ</i>-<i>θλιψ</i>-<i>α</i>: <i>θλίβ</i>-<i>ω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλέπτης]], [[κλεπτικός]], [[κλεψιμαίος]], [[κλοπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλέβδην]], [[κλεπία]], [[κλέπος]], [[κλεπτήρ]], [[κλοπός]], [[κλωψ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κλέμμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλεμμός]], [[κλεψοσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλεφτός]], [[κλέψιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κλεψίλογος]], [[κλεψύδρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλεπτοτρόφος]], [[κλεπτουργής]], [[κλεψίαμβος]], [[κλεψικοίτης]], [[κλεψιλογώ]], [[κλεψίνους]], [[κλεψίνυμφος]], [[κλεψιποτώ]], [[κλεψίρρυτος]], [[κλεψιτόκος]], [[κλεψίφρων]], [[κλεψίχωλος]], [[κλεψόγονος]], [[κλεψυδράριος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κλεπτοτελωνώ]], [[κλεψιγαμία]], [[κλεψίγαμος]], [[κλεψιγαμώ]], [[κλεψίσοφος]], [[κλεψύδριον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλεπτοσπίτης]], [[κλεπτοτελώνημα]], [[κλεπτουργία]], [[κλεψίθυρος]], [[κλεψιμαχώ]], [[κλεψιφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλεπταποδοχή]], [[κλεπταποδόχος]], [[κλεψιτυπία]], [[κλεψίτυπος]]. (Β' συνθετικό) [[υποκλέπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ανακλέπτω</i>, [[αντεκκλέπτω]], [[αποκλέπτω]], [[διακλέπτω]], [[εκκλέπτω]], [[παρακλέπτω]], [[συγκλέπτω]], [[συνεκκλέπτω]], [[υπεκκλέπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατακλέβω]], <i>κατακλέπτω</i>, [[χαρτοκλέβω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |