Anonymous

ψάμμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ψάμμη]] και δωρ. τ. [[ψάμμα]] και ως αρσ. [[ψάμμος]], ὁ και αιολ. τ. [[ψόμμος]], ὁ, Α<br />η [[άμμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> η [[αμμώδης]] [[υποστάθμη]] στα [[ούρα]] τών πασχόντων από [[ψαμμίαση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ψάμμος]] του εγκεφάλου»<br /><b>ανατ.</b> συγκρίματα με διαστάσεις [[κόκκων]] άμμου που βρίσκονται σε διάφορα τμήματα του εγκεφάλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ψάμμοι</i><br />α) οι κόκκοι της άμμου<br />β) [[μετάλλευμα]] που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές<br /><b>2.</b> η [[έρημος]] της Λιβύης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ψάμμου ἄξιον»<br /><b>μτφ.</b> ανάξιο λόγου, τιποτένιο <b>(Ευσ.)</b><br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[οἶδα]] δ' ἐγὼ ψάμμου τ' ἀριθμόν» και «[[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγε» — δηλώνει αναρίθμητο [[πλήθος]]<br />β) «ἐκ ψάμμου [[σχοινίον]] πλέκειν»<br />i) λεγόταν για ανάξιο λόγου [[πράγμα]]<br />ii) λεγόταν για εκείνους που ματαιοπονούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ψάμμος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ψάφ</i>-<i>μος</i> [[πρβλ]]. [[γράφω]]: [[γράμμα]]) έχει συνδεθεί με το θ. <i>ψᾰφ</i>- του [[ψῆφος]] ([[πρβλ]]. <i>ψᾰφ</i>-[[αρός]]). Αν γίνει, [[ωστόσο]], [[δεκτή]] η [[σύνδεση]] του [[ψῆφος]] με την [[οικογένεια]] του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>, ο [[φωνηεντισμός]] -<i>α</i>- τών [[ψάμμος]] και [[ψαφαρός]] γεννά προβλήματα και οφείλεται πιθ. σε [[καινοτομία]] της Ελληνικής. Η [[σύνδεση]], εξάλλου, τών τ. με τη [[ρίζα]] του <i>ψήω</i> προϋποθέτει [[δασεία]] [[παρέκταση]] του θ.: -<i>bh</i>- ([[πρβλ]]. λατ. <i>sabulum</i> «άμμο»). Από τις συνώνυμες [[αλλά]] διαφορετικής ετυμολ. λ. [[ψάμμος]] και [[ἄμαθος]] έχουν σχηματιστεί αναλογικά οι τ. [[ἄμμος]] και [[ψάμαθος]]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ψάμμη]] και δωρ. τ. [[ψάμμα]] και ως αρσ. [[ψάμμος]], ὁ και αιολ. τ. [[ψόμμος]], ὁ, Α<br />η [[άμμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> η [[αμμώδης]] [[υποστάθμη]] στα [[ούρα]] τών πασχόντων από [[ψαμμίαση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ψάμμος]] του εγκεφάλου»<br /><b>ανατ.</b> συγκρίματα με διαστάσεις [[κόκκων]] άμμου που βρίσκονται σε διάφορα τμήματα του εγκεφάλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ψάμμοι</i><br />α) οι κόκκοι της άμμου<br />β) [[μετάλλευμα]] που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές<br /><b>2.</b> η [[έρημος]] της Λιβύης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ψάμμου ἄξιον»<br /><b>μτφ.</b> ανάξιο λόγου, τιποτένιο <b>(Ευσ.)</b><br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[οἶδα]] δ' ἐγὼ ψάμμου τ' ἀριθμόν» και «[[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγε» — δηλώνει αναρίθμητο [[πλήθος]]<br />β) «ἐκ ψάμμου [[σχοινίον]] πλέκειν»<br />i) λεγόταν για ανάξιο λόγου [[πράγμα]]<br />ii) λεγόταν για εκείνους που ματαιοπονούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ψάμμος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ψάφ</i>-<i>μος</i> [[πρβλ]]. [[γράφω]]: [[γράμμα]]) έχει συνδεθεί με το θ. <i>ψᾰφ</i>- του [[ψῆφος]] ([[πρβλ]]. [[ψᾰφαρός]]). Αν γίνει, [[ωστόσο]], [[δεκτή]] η [[σύνδεση]] του [[ψῆφος]] με την [[οικογένεια]] του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>, ο [[φωνηεντισμός]] -<i>α</i>- τών [[ψάμμος]] και [[ψαφαρός]] γεννά προβλήματα και οφείλεται πιθ. σε [[καινοτομία]] της Ελληνικής. Η [[σύνδεση]], εξάλλου, τών τ. με τη [[ρίζα]] του <i>ψήω</i> προϋποθέτει [[δασεία]] [[παρέκταση]] του θ.: -<i>bh</i>- ([[πρβλ]]. λατ. <i>sabulum</i> «άμμο»). Από τις συνώνυμες [[αλλά]] διαφορετικής ετυμολ. λ. [[ψάμμος]] και [[ἄμαθος]] έχουν σχηματιστεί αναλογικά οι τ. [[ἄμμος]] και [[ψάμαθος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm