Anonymous

μεσοπόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσοπόρος]], επικ. τ. μεσσοπόρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προχωρεί στο [[μέσο]]<br /><b>2.</b> αυτός που προχωρεί ή ταξιδεύει διά μέσου της θάλασσας ή του αέρα («Πλειὰς μὲν ᾔει μεσοπόρου δι' αἰθέρος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] ([[πρβλ]]. <i>οδοι</i>-[[πόρος]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. (για τα δύο -<i>σσ</i>- του <i>μεσσοπόρος</i> <b>βλ. λ.</b> [[μέσος]])].
|mltxt=[[μεσοπόρος]], επικ. τ. μεσσοπόρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προχωρεί στο [[μέσο]]<br /><b>2.</b> αυτός που προχωρεί ή ταξιδεύει διά μέσου της θάλασσας ή του αέρα («Πλειὰς μὲν ᾔει μεσοπόρου δι' αἰθέρος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] ([[πρβλ]]. [[οδοιπόρος]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. (για τα δύο -<i>σσ</i>- του <i>μεσσοπόρος</i> <b>βλ. λ.</b> [[μέσος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm