Anonymous

καλχαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "τι" to "τι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλχαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πορφυρό, [[δίνω]] σε [[κάτι]] πορφυρό [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> [[ταράσσω]] τον νου μου, [[ανησυχώ]], [[σκέπτομαι]] ή [[εξετάζω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[βάθος]] («Δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ' [[ἔπος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[επιθυμώ]] πολύ, [[ποθώ]], [[λαχταρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλχη]] <span style="color: red;">+</span> -[[αίνω]] ([[πρβλ]]. <i>κερδ</i>-[[αίνω]]). Η σημ. «ταράζομαι, [[ανησυχώ]]» του ρ. [[καλχαίνω]] απαντά στον ποιητικό λόγο και οφείλεται πιθ. στη σημ. του ρ. [[πορφύρω]] «ταράζομαι», το οποίο συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ουσ. [[πορφύρα]], που, με τη [[σειρά]] του, συνδέεται σημασιολογικά με τη λ. [[κάλχη]] «[[πορφύρα]]»].
|mltxt=[[καλχαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πορφυρό, [[δίνω]] σε [[κάτι]] πορφυρό [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> [[ταράσσω]] τον νου μου, [[ανησυχώ]], [[σκέπτομαι]] ή [[εξετάζω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[βάθος]] («Δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ' [[ἔπος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[επιθυμώ]] πολύ, [[ποθώ]], [[λαχταρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλχη]] <span style="color: red;">+</span> -[[αίνω]] ([[πρβλ]]. [[κερδαίνω]]). Η σημ. «ταράζομαι, [[ανησυχώ]]» του ρ. [[καλχαίνω]] απαντά στον ποιητικό λόγο και οφείλεται πιθ. στη σημ. του ρ. [[πορφύρω]] «ταράζομαι», το οποίο συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ουσ. [[πορφύρα]], που, με τη [[σειρά]] του, συνδέεται σημασιολογικά με τη λ. [[κάλχη]] «[[πορφύρα]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm