Anonymous

κατά: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "adv" to "adv")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[κατά]], Α αρκαδ. τ. [[κατύ]] και ποιητ. τ. [[καταί]]) [[πρόθεση]] που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) [[κίνηση]] [[προς]] [[κάτι]] (α. «[[πάει]] [[κατά]] διαβόλου» — [[πάει]] [[προς]] την [[καταστροφή]]<br />β. «πάμε [[κατά]] καπνού» — βαδίζουμε στον αφανισμό<br />γ. «άι κατ' ανέμου» — χάσου απ' εδώ<br />δ. «κατὰ τούτων ὀδεύσειας», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) (εχθρική [[κίνηση]]) [[εναντίον]] κάποιου («όρμησε [[κατά]] του εχθρού»)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) α) τοπική [[έκταση]] («[[κατά]] γην και [[κατά]] θάλασσαν»)<br />β) (χρονική [[έκταση]]) [[κατά]] τη [[διάρκεια]] («[[κατά]] τον παγκόσμιο πόλεμο»)<br />γ) (χρόνο [[κατά]] [[προσέγγιση]]) [[σχεδόν]], [[περίπου]] («θα έρθω [[κατά]] τις [[πέντε]]»)<br />δ) [[κοντά]] σε [[κάτι]], [[κάπου]] [[εκεί]] [[κοντά]] (α. «τον συνάντησα [[κατά]] το Θησείο» β. «[[κατά]] το [[προάστειον]] της πόλιος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) συγχρονισμό [[χρονικής]] περιόδου ή χρονικού σημείου [[προς]] κάποιο [[γεγονός]] («έζησε [[κατά]] την [[επανάσταση]]»)<br />στ) [[επανάληψη]] σε ορισμένο [[τμήμα]] χρόνου («αυτό γίνεται καθ' εκάστην»)<br />ζ) επιμερισμό («[[κατά]] ζεύγη»)<br />η) ([[σύγκριση]] ή [[αναφορά]]) ως [[προς]], σε [[σχέση]] με (α. «[[κατά]] [[μέγεθος]]» β. «[[κατά]] την [[ευφυΐα]]»)<br />θ) ([[συμφωνία]] ή [[ακολουθία]]) σύμφωνα με («[[κατά]] τον Θουκυδίδη»)<br />ι) ([[ομοιότητα]] ή [[αναλογία]]) όμοια με, ανάλογα με, όπως, [[καθώς]] (α. «[[κατά]] το μάστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του» και «[[κατά]] [[μάνα]], [[κατά]] κύρη, [[κατά]] γιο και [[θυγατέρα]]» και «[[κατά]] τον κυνηγό και τ' άρματα» — ως [[έκφραση]] ψόγου<br />β. «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ' ὁμοίωσιν», ΠΔ)<br />ια) [[απέναντι]], [[αντίκρυ]] (α. «μού το είπε [[κατά]] [[πρόσωπο]]» — μού το είπε απευθείας<br />β. «[[ἀνήρ]] κατ' ἄνδρα» — ο [[ένας]] [[απέναντι]] στον [[άλλο]], <b>Αισχύλ.</b>)<br />ιβ) τρόπο (α. «κατ' ιδίαν» — ιδιαιτέρως<br />β. «κατ' ανάγκην» — αναγκαστικά<br />γ. «[[κατά]] [[κράτος]]» — με βίαιο τρόπο)<br /><b>3.</b> (με επίρρ.) (τρόπο ή [[αναλογία]]) όπως, ανάλογα με [[κάτι]] («[[κατά]] που έσπειρες θα θερίσεις»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] το ειωθός» — όπως [[συνήθως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[εναντίωση]], εχθρική [[διάθεση]] («[[είναι]] [[κατά]] του πολέμου»)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[διεύθυνση]], [[κατεύθυνση]] («[[κατά]] την [[ανατολή]]»)<br /><b>3.</b> (με επίρρ.) [[κατεύθυνση]], [[διεύθυνση]] («[[κατά]] κει», «[[κατά]] πού θα πάμε;»)<br /><b>4.</b> <b>απόλ.</b> [[εναντίον]] («όλοι ψήφισαν [[κατά]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] λέξιν» [[αυτολεξεί]]<br />β) «[[κατά]] [[κράτος]]»<br />(για [[νίκη]] ή [[ήττα]]) ολοσχερώς<br />γ) «[[κατά]] γης» — στη γη, στο [[έδαφος]], [[χάμω]]<br />δ) «τα [[κατά]]» — αυτά που στρέφονται [[εναντίον]] κάποιου<br />ε) «τα [[υπέρ]] και τα [[κατά]]» — τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα<br />στ) «[[κατά]] την [[περίσταση]]» και «[[κατά]] την [[περίπτωση]]» και «[[κατά]] την ώρα» — ανάλογα με... ζ) «[[αφήνω]] [[κατά]] [[μέρος]]» — [[βάζω]], [[αφήνω]] [[κάτι]] στην [[άκρη]]<br />η) «[[κατά]] κόρον» — υπερβολικά<br />θ) «[[κατά]] [[γράμμα]]» — [[λεπτομερώς]], επακριβώς<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κατά]] [[φωνή]] κι ο [[γάιδαρος]]» — ευτράπελη [[έκφραση]] για κάποιον που εμφανίζεται τη [[στιγμή]] που γίνεται [[λόγος]] γι' αυτόν<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κατά]] νου(ν)» — στο [[μυαλό]]<br />β) «κατ' όνομα(ν)» — ονομαστικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) διά μέσου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ ἀκρίβειαν» — ακριβώς<br />β) «κατ' ἀλήθειαν» — αληθινά, πραγματικά, όντως<br />γ) «κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην» — αναγκαστικά, υποχρεωτικά<br />δ) «κατὰ βίας» — βίαια<br />ε) «καθ' ἑαυτόν» — [[μέσα]] μου<br />στ) «κατ' [[ἔπος]]» — με [[λόγια]]<br />ζ) «κατὰ λόγον» — [[λέξη]] [[προς]] [[λέξη]]<br />η) «κατὰ μέρη» — ένα [[κομμάτι]] [[κάθε]] [[φορά]]<br />θ) «[[κατά]] [[μέρος]]» — ένα [[προς]] ένα, λεπρομερειακά<br />ι) «κατὰ [[τέχνη]]»<br /><b>πιθ.</b> με μαγικό τρόπο<br />ια) «ὁρκῶ σε κατὰ τοῦ Χριστοῦ» — για όρκο<br />ιβ) «κατὰ τῆς ὥρας» και «κατὰ τὴν ὥραν»<br />i) [[αμέσως]], [[εκείνη]] τη [[στιγμή]]<br />ii) στην ώρα, ακριβώς<br />iii) [[κάθε]] [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) α) [[κίνηση]] από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]] («βαλέειν [[μεγάλης]] κατὰ πέτρης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[κίνηση]] [[προς]] τα [[κάτω]] και [[εξάπλωση]] σε [[επιφάνεια]] («τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) <b>(γεωμ.)</b> [[μήκος]]<br />δ) [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br />ε) [[ευχή]] ή όρκο με γεν. του προσ. ή του ιερού πράγματος στο οποίο ορκίζεται [[κάποιος]] («οὐκ ἐθέλουσαν [[ὀμόσαι]] καθ' ἱερῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />στ) σχετικά με, ως [[προς]]<br /><b>2.</b> (με αιτ.) α) [[κίνηση]], [[διεύθυνση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[μέσα]] («ἐγὼ [[τόδε]] [[οἶδα]] κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) τον σκοπό, το τελικό [[αίτιο]] («καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι» <b>Ξεν.</b>)<br />δ) ([[αιτία]], αναγκαστικό [[αίτιο]]) [[ένεκα]], για («κατὰ τὸ ξυγγενὲς», <b>Θουκ.</b>)<br />ε) (με παραθ.) [[σύγκριση]] («[[μείζων]] ἤ κατ' ἀνθρώπου φύσιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ κατὰ γῆς» — ο πεθαμένος<br />β) «οἱ κατὰ χθονὸς θεοί» — οι θεοί του Αδη<br />γ) «κατὰ παντὸς τοῦ αἰῶνος» και «κατὰ παντὸς τοῦ χρόνου» — όλο τον χρόνο, [[πάντοτε]], αιωνίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κατά]] ανάγεται σε ΙΕ <i>knta</i> ή <i>kmta</i> «[[κοντά]], [[κατά]] [[μήκος]], [[προς]] τα [[κάτω]], με» και αντιστοιχεί ακριβώς με γαλατικό <i>cant</i>, αρχ. ιρλ. <i>c</i><i>ē</i><i>t</i>- «με», χεττιτικό <i>kata</i>, <i>kattan</i> «με», «[[κάτω]] από», <i>katti</i> «με». Οι σημ. τόσο της πρόθεσης [[κατά]] όσο και ορισμένων ΙΕ τύπων ανάγονται πιθ. σε μια αρχική σημ. «με» — η [[υπόθεση]] αυτή βασίζεται στο ότι ο ΙΕ τ. <i>knta</i> (<i>kmta</i>) προήλθε από IE <i>kom</i> «με, [[κοντά]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>cum</i> «με», [[αλλά]] και [[ρίζα]] <i>κομ</i>- απ' όπου η λ. [[κοινός]]). Το αρκαδ. [[κατύ]] σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το <i>ἀπύ</i>, διαλεκτ. τ. της πρόθεσης <i>ἀπό</i><br />απαντά [[επίσης]] ποιητ. τ. [[καταί]] μόνο εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>καται</i>-[[βάτης]]) και αποτελεί αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] τους [[παραί]], [[ὑπαί]]. Η λ. [[κατά]] χρησιμοποιείται ως [[πρόθεση]], ως επίρρ. (στην Αρχαία Ελληνική) και, ευρύτατα, εν συνθέσει (<b>βλ.</b> <i>κατ</i>[[α]]-). Ως [[πρόθεση]] η [[κατά]] απαντά με τις μορφές <i>κατ’</i> [[πριν]] από ψιλούμενη (κατ’ [[ἔτος]]) και καθ’ [[πριν]] από δασυνόμενη λ. (<i>καθ’ ἑκάστην</i>)<br />στους επ. ποιητές εμφανίζεται και με τις μορφές <i>καγ, καδ, κακ, καμ</i> κ.λπ., που σχηματίστηκαν από τον τ. [[κατά]] με [[αποκοπή]] του -<i>τα</i> και [[αφομοίωση]] [[προς]] το αρκτικό [[σύμφωνο]] της επόμενης λ., π.χ. καγ [[γόνυ]] = [[κατά]] [[γόνυ]]. Ως επίρρ., [[τέλος]], ο τ. [[κατά]] απαντά συν. στον Όμηρο και με τη [[μορφή]] [[κάτα]] με συχνότερη σημ. «[[κάτω]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[κατά]] (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[αντί]] <i>κατὰ τά</i>·
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[κατά]], Α αρκαδ. τ. [[κατύ]] και ποιητ. τ. [[καταί]]) [[πρόθεση]] που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) [[κίνηση]] [[προς]] [[κάτι]] (α. «[[πάει]] [[κατά]] διαβόλου» — [[πάει]] [[προς]] την [[καταστροφή]]<br />β. «πάμε [[κατά]] καπνού» — βαδίζουμε στον αφανισμό<br />γ. «άι κατ' ανέμου» — χάσου απ' εδώ<br />δ. «κατὰ τούτων ὀδεύσειας», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) (εχθρική [[κίνηση]]) [[εναντίον]] κάποιου («όρμησε [[κατά]] του εχθρού»)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) α) τοπική [[έκταση]] («[[κατά]] γην και [[κατά]] θάλασσαν»)<br />β) (χρονική [[έκταση]]) [[κατά]] τη [[διάρκεια]] («[[κατά]] τον παγκόσμιο πόλεμο»)<br />γ) (χρόνο [[κατά]] [[προσέγγιση]]) [[σχεδόν]], [[περίπου]] («θα έρθω [[κατά]] τις [[πέντε]]»)<br />δ) [[κοντά]] σε [[κάτι]], [[κάπου]] [[εκεί]] [[κοντά]] (α. «τον συνάντησα [[κατά]] το Θησείο» β. «[[κατά]] το [[προάστειον]] της πόλιος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) συγχρονισμό [[χρονικής]] περιόδου ή χρονικού σημείου [[προς]] κάποιο [[γεγονός]] («έζησε [[κατά]] την [[επανάσταση]]»)<br />στ) [[επανάληψη]] σε ορισμένο [[τμήμα]] χρόνου («αυτό γίνεται καθ' εκάστην»)<br />ζ) επιμερισμό («[[κατά]] ζεύγη»)<br />η) ([[σύγκριση]] ή [[αναφορά]]) ως [[προς]], σε [[σχέση]] με (α. «[[κατά]] [[μέγεθος]]» β. «[[κατά]] την [[ευφυΐα]]»)<br />θ) ([[συμφωνία]] ή [[ακολουθία]]) σύμφωνα με («[[κατά]] τον Θουκυδίδη»)<br />ι) ([[ομοιότητα]] ή [[αναλογία]]) όμοια με, ανάλογα με, όπως, [[καθώς]] (α. «[[κατά]] το μάστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του» και «[[κατά]] [[μάνα]], [[κατά]] κύρη, [[κατά]] γιο και [[θυγατέρα]]» και «[[κατά]] τον κυνηγό και τ' άρματα» — ως [[έκφραση]] ψόγου<br />β. «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ' ὁμοίωσιν», ΠΔ)<br />ια) [[απέναντι]], [[αντίκρυ]] (α. «μού το είπε [[κατά]] [[πρόσωπο]]» — μού το είπε απευθείας<br />β. «[[ἀνήρ]] κατ' ἄνδρα» — ο [[ένας]] [[απέναντι]] στον [[άλλο]], <b>Αισχύλ.</b>)<br />ιβ) τρόπο (α. «κατ' ιδίαν» — ιδιαιτέρως<br />β. «κατ' ανάγκην» — αναγκαστικά<br />γ. «[[κατά]] [[κράτος]]» — με βίαιο τρόπο)<br /><b>3.</b> (με επίρρ.) (τρόπο ή [[αναλογία]]) όπως, ανάλογα με [[κάτι]] («[[κατά]] που έσπειρες θα θερίσεις»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] το ειωθός» — όπως [[συνήθως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[εναντίωση]], εχθρική [[διάθεση]] («[[είναι]] [[κατά]] του πολέμου»)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[διεύθυνση]], [[κατεύθυνση]] («[[κατά]] την [[ανατολή]]»)<br /><b>3.</b> (με επίρρ.) [[κατεύθυνση]], [[διεύθυνση]] («[[κατά]] κει», «[[κατά]] πού θα πάμε;»)<br /><b>4.</b> <b>απόλ.</b> [[εναντίον]] («όλοι ψήφισαν [[κατά]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] λέξιν» [[αυτολεξεί]]<br />β) «[[κατά]] [[κράτος]]»<br />(για [[νίκη]] ή [[ήττα]]) ολοσχερώς<br />γ) «[[κατά]] γης» — στη γη, στο [[έδαφος]], [[χάμω]]<br />δ) «τα [[κατά]]» — αυτά που στρέφονται [[εναντίον]] κάποιου<br />ε) «τα [[υπέρ]] και τα [[κατά]]» — τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα<br />στ) «[[κατά]] την [[περίσταση]]» και «[[κατά]] την [[περίπτωση]]» και «[[κατά]] την ώρα» — ανάλογα με... ζ) «[[αφήνω]] [[κατά]] [[μέρος]]» — [[βάζω]], [[αφήνω]] [[κάτι]] στην [[άκρη]]<br />η) «[[κατά]] κόρον» — υπερβολικά<br />θ) «[[κατά]] [[γράμμα]]» — [[λεπτομερώς]], επακριβώς<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κατά]] [[φωνή]] κι ο [[γάιδαρος]]» — ευτράπελη [[έκφραση]] για κάποιον που εμφανίζεται τη [[στιγμή]] που γίνεται [[λόγος]] γι' αυτόν<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κατά]] νου(ν)» — στο [[μυαλό]]<br />β) «κατ' όνομα(ν)» — ονομαστικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) διά μέσου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ ἀκρίβειαν» — ακριβώς<br />β) «κατ' ἀλήθειαν» — αληθινά, πραγματικά, όντως<br />γ) «κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην» — αναγκαστικά, υποχρεωτικά<br />δ) «κατὰ βίας» — βίαια<br />ε) «καθ' ἑαυτόν» — [[μέσα]] μου<br />στ) «κατ' [[ἔπος]]» — με [[λόγια]]<br />ζ) «κατὰ λόγον» — [[λέξη]] [[προς]] [[λέξη]]<br />η) «κατὰ μέρη» — ένα [[κομμάτι]] [[κάθε]] [[φορά]]<br />θ) «[[κατά]] [[μέρος]]» — ένα [[προς]] ένα, λεπρομερειακά<br />ι) «κατὰ [[τέχνη]]»<br /><b>πιθ.</b> με μαγικό τρόπο<br />ια) «ὁρκῶ σε κατὰ τοῦ Χριστοῦ» — για όρκο<br />ιβ) «κατὰ τῆς ὥρας» και «κατὰ τὴν ὥραν»<br />i) [[αμέσως]], [[εκείνη]] τη [[στιγμή]]<br />ii) στην ώρα, ακριβώς<br />iii) [[κάθε]] [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) α) [[κίνηση]] από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]] («βαλέειν [[μεγάλης]] κατὰ πέτρης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[κίνηση]] [[προς]] τα [[κάτω]] και [[εξάπλωση]] σε [[επιφάνεια]] («τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) <b>(γεωμ.)</b> [[μήκος]]<br />δ) [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br />ε) [[ευχή]] ή όρκο με γεν. του προσ. ή του ιερού πράγματος στο οποίο ορκίζεται [[κάποιος]] («οὐκ ἐθέλουσαν [[ὀμόσαι]] καθ' ἱερῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />στ) σχετικά με, ως [[προς]]<br /><b>2.</b> (με αιτ.) α) [[κίνηση]], [[διεύθυνση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[μέσα]] («ἐγὼ [[τόδε]] [[οἶδα]] κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) τον σκοπό, το τελικό [[αίτιο]] («καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι» <b>Ξεν.</b>)<br />δ) ([[αιτία]], αναγκαστικό [[αίτιο]]) [[ένεκα]], για («κατὰ τὸ ξυγγενὲς», <b>Θουκ.</b>)<br />ε) (με παραθ.) [[σύγκριση]] («[[μείζων]] ἤ κατ' ἀνθρώπου φύσιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ κατὰ γῆς» — ο πεθαμένος<br />β) «οἱ κατὰ χθονὸς θεοί» — οι θεοί του Αδη<br />γ) «κατὰ παντὸς τοῦ αἰῶνος» και «κατὰ παντὸς τοῦ χρόνου» — όλο τον χρόνο, [[πάντοτε]], αιωνίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κατά]] ανάγεται σε ΙΕ <i>knta</i> ή <i>kmta</i> «[[κοντά]], [[κατά]] [[μήκος]], [[προς]] τα [[κάτω]], με» και αντιστοιχεί ακριβώς με γαλατικό <i>cant</i>, αρχ. ιρλ. <i>c</i><i>ē</i><i>t</i>- «με», χεττιτικό <i>kata</i>, <i>kattan</i> «με», «[[κάτω]] από», <i>katti</i> «με». Οι σημ. τόσο της πρόθεσης [[κατά]] όσο και ορισμένων ΙΕ τύπων ανάγονται πιθ. σε μια αρχική σημ. «με» — η [[υπόθεση]] αυτή βασίζεται στο ότι ο ΙΕ τ. <i>knta</i> (<i>kmta</i>) προήλθε από IE <i>kom</i> «με, [[κοντά]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>cum</i> «με», [[αλλά]] και [[ρίζα]] <i>κομ</i>- απ' όπου η λ. [[κοινός]]). Το αρκαδ. [[κατύ]] σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το <i>ἀπύ</i>, διαλεκτ. τ. της πρόθεσης <i>ἀπό</i><br />απαντά [[επίσης]] ποιητ. τ. [[καταί]] μόνο εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[καταιβάτης]]) και αποτελεί αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] τους [[παραί]], [[ὑπαί]]. Η λ. [[κατά]] χρησιμοποιείται ως [[πρόθεση]], ως επίρρ. (στην Αρχαία Ελληνική) και, ευρύτατα, εν συνθέσει (<b>βλ.</b> <i>κατ</i>[[α]]-). Ως [[πρόθεση]] η [[κατά]] απαντά με τις μορφές <i>κατ’</i> [[πριν]] από ψιλούμενη (κατ’ [[ἔτος]]) και καθ’ [[πριν]] από δασυνόμενη λ. (<i>καθ’ ἑκάστην</i>)<br />στους επ. ποιητές εμφανίζεται και με τις μορφές <i>καγ, καδ, κακ, καμ</i> κ.λπ., που σχηματίστηκαν από τον τ. [[κατά]] με [[αποκοπή]] του -<i>τα</i> και [[αφομοίωση]] [[προς]] το αρκτικό [[σύμφωνο]] της επόμενης λ., π.χ. καγ [[γόνυ]] = [[κατά]] [[γόνυ]]. Ως επίρρ., [[τέλος]], ο τ. [[κατά]] απαντά συν. στον Όμηρο και με τη [[μορφή]] [[κάτα]] με συχνότερη σημ. «[[κάτω]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[κατά]] (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[αντί]] <i>κατὰ τά</i>·
}}
}}
{{lsm
{{lsm