Anonymous

πωλοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εκτρέφει πώλους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πωλοτρόφος]]<br />αυτός που εκτρέφει και εκγυμνάζει μικρά ζώα, [[ιδίως]] ελέφαντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῶλος]] «[[πουλάρι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> ([[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εκτρέφει πώλους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πωλοτρόφος]]<br />αυτός που εκτρέφει και εκγυμνάζει μικρά ζώα, [[ιδίως]] ελέφαντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῶλος]] «[[πουλάρι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> ([[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[κτηνοτρόφος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm