Anonymous

μύουρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (ΑΜ [[μύουρος]] και [[μείουρος]], -ον)<br />αυτός που καταλήγει σε οξύ [[άκρο]] σαν την [[ουρά]] ποντικού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μύουρο</i> <b>ναυτ.</b> οξύ [[άκρο]] σχοινιού με [[σχήμα]] οξέος κώνου, η [[καβίλια]] του σχοινιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στενός]], με στενό [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> (για σφυγμό) αυτός που εξασθενεί [[βαθμηδόν]]<br /><b>3.</b> (για [[ποίημα]] ή περίοδο λόγου) αυτό που περιέχει έναν μόνο μύθο, το κολοβό, το περικεκομμένο<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> το κωνοειδές [[σχήμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μείουρος]] [[στίχος]]»<br /><b>μτφ.</b> ο [[εξάμετρος]] που η πρώτη [[συλλαβή]] ενός ή δύο από τους τελευταίους πόδες του [[είναι]] βραχεία [[αντί]] μακρά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυούρως</i> (Α)<br />(για σεισμό) με βαθμιαία [[εξασθένηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>θυσάν</i>-<i>ουρος</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[μύουρος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού, πιθ. [[είδος]] κριθαριού<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[σάμψυχον]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (ΑΜ [[μύουρος]] και [[μείουρος]], -ον)<br />αυτός που καταλήγει σε οξύ [[άκρο]] σαν την [[ουρά]] ποντικού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μύουρο</i> <b>ναυτ.</b> οξύ [[άκρο]] σχοινιού με [[σχήμα]] οξέος κώνου, η [[καβίλια]] του σχοινιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στενός]], με στενό [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> (για σφυγμό) αυτός που εξασθενεί [[βαθμηδόν]]<br /><b>3.</b> (για [[ποίημα]] ή περίοδο λόγου) αυτό που περιέχει έναν μόνο μύθο, το κολοβό, το περικεκομμένο<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> το κωνοειδές [[σχήμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μείουρος]] [[στίχος]]»<br /><b>μτφ.</b> ο [[εξάμετρος]] που η πρώτη [[συλλαβή]] ενός ή δύο από τους τελευταίους πόδες του [[είναι]] βραχεία [[αντί]] μακρά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυούρως</i> (Α)<br />(για σεισμό) με βαθμιαία [[εξασθένηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), [[πρβλ]]. [[θυσάνουρος]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μύουρος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού, πιθ. [[είδος]] κριθαριού<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[σάμψυχον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm