Anonymous

πάρηβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πάρηβος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που πέρασε τον καιρό της ήβης, της νιότης και άρχισε να γερνά<br /><b>2.</b> αυτός που πέρασε τον καιρό της [[ακμής]] του και άρχισε να παρακμάζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πάρηβον</i><br />(στους Ινδούς) το [[φυτό]] [[συκή]] η ιερά, για το οποίο πίστευαν ότι είχε μαγνητικές ιδιότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηβος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἥβη</i>), <b>πρβλ.</b> <i>έφ</i>-<i>ηβος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πάρηβος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που πέρασε τον καιρό της ήβης, της νιότης και άρχισε να γερνά<br /><b>2.</b> αυτός που πέρασε τον καιρό της [[ακμής]] του και άρχισε να παρακμάζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πάρηβον</i><br />(στους Ινδούς) το [[φυτό]] [[συκή]] η ιερά, για το οποίο πίστευαν ότι είχε μαγνητικές ιδιότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηβος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἥβη</i>), [[πρβλ]]. [[έφηβος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm