Anonymous

παράσημος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο [[σημάδι]], αυτός που δεν [[είναι]] [[γνήσιος]], ο [[νόθος]], ο [[ψεύτικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σημειώνεται στο [[περιθώριο]]<br /><b>3.</b> αυτός που δείχνει, που φανερώνει [[κάτι]], [[ενδεικτικός]]<br /><b>4.</b> [[επίσημος]], [[γνωστός]], [[περίφημος]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος<br /><b>6.</b> [[αξιοπαρατήρητος]], [[αξιοθαύμαστος]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ανειλικρινής]], [[δόλιος]] («ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εμφανής]], [[ευδιάκριτος]] [[γιατί]] έχει υποστεί [[αλλοίωση]], [[παραμόρφωση]]<br /><b>9.</b> (για λόγους και φράσεις) [[ψευδής]], [[εσφαλμένος]]<br /><b>10.</b> (για νομίσματα) [[κίβδηλος]]<br /><b>11.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[παράσημον]]<br />α) το [[παράσημο]] β) (σχετικά με λόγο) [[ιδιορρυθμία]] ύφους<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «[[δόξα]] [[παράσημος]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[άσημος]], [[άδοξος]] (<b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρασήμως</i> Α<br /><b>1.</b> εσφαλμένως, με λανθασμένο τρόπο<br /><b>2.</b> με [[παρασημασία]] («[[ἄμφω]] καλοῦσι κέρδους, πλὴν παρασήμως [[κέρδον]] ὀξύκερδον», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>σημος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο [[σημάδι]], αυτός που δεν [[είναι]] [[γνήσιος]], ο [[νόθος]], ο [[ψεύτικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σημειώνεται στο [[περιθώριο]]<br /><b>3.</b> αυτός που δείχνει, που φανερώνει [[κάτι]], [[ενδεικτικός]]<br /><b>4.</b> [[επίσημος]], [[γνωστός]], [[περίφημος]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος<br /><b>6.</b> [[αξιοπαρατήρητος]], [[αξιοθαύμαστος]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ανειλικρινής]], [[δόλιος]] («ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εμφανής]], [[ευδιάκριτος]] [[γιατί]] έχει υποστεί [[αλλοίωση]], [[παραμόρφωση]]<br /><b>9.</b> (για λόγους και φράσεις) [[ψευδής]], [[εσφαλμένος]]<br /><b>10.</b> (για νομίσματα) [[κίβδηλος]]<br /><b>11.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[παράσημον]]<br />α) το [[παράσημο]] β) (σχετικά με λόγο) [[ιδιορρυθμία]] ύφους<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «[[δόξα]] [[παράσημος]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[άσημος]], [[άδοξος]] (<b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρασήμως</i> Α<br /><b>1.</b> εσφαλμένως, με λανθασμένο τρόπο<br /><b>2.</b> με [[παρασημασία]] («[[ἄμφω]] καλοῦσι κέρδους, πλὴν παρασήμως [[κέρδον]] ὀξύκερδον», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), [[πρβλ]]. [[πολύσημος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm