Anonymous

περιπετής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει [[πάνω]] σε κάποιον και τον καλύπτει [[ολόγυρα]] με το [[σώμα]] του, αυτός που περιβάλλει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που περιπίπτει σε μια [[κατάσταση]] και [[ιδίως]] στη [[δυστυχία]] («μή με καταστήσῃς ἀηδεῖ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για την ανθρώπινη [[τύχη]]) αυτός που μεταβάλλεται αιφνίδια και, [[ιδίως]], από το καλό στο [[κακό]] («[[ἐπειδὴ]] περιπετεῖς ἔχεις τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) καλυμμένος [[ολόγυρα]] («ὕπερθε βωμοῦ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῖν [[ἀέρδην]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξίφος]] περιπετές»<br />(στον <b>Αισχύλ.</b>) το [[ξίφος]] [[γύρω]] από το οποίο έπεσε ο [[Αίας]]<br />β) «αὐτὸς ἐμαυτῷ περιπετὴς [[γίγνομαι]]» — [[γίνομαι]] [[αίτιος]] της πτώσης μου, της καταστροφής μου<br />δ) «[[περιπετής]] [[εἰμί]] τινι» — εμπλέκομαι, έχω την [[ατυχία]] να εμπλακώ σε μια [[κατάσταση]]<br />ε) «περιπετῆ ποιῶ τινα ἐμαυτῷ» — [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριό μου<br />στ) «περιπετὴς τῇ αἰτίᾳ [[γίγνομαι]]» — θεωρούμαι [[υπαίτιος]] κακού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (θ. <i>πετ</i>- του [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>πετής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει [[πάνω]] σε κάποιον και τον καλύπτει [[ολόγυρα]] με το [[σώμα]] του, αυτός που περιβάλλει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που περιπίπτει σε μια [[κατάσταση]] και [[ιδίως]] στη [[δυστυχία]] («μή με καταστήσῃς ἀηδεῖ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για την ανθρώπινη [[τύχη]]) αυτός που μεταβάλλεται αιφνίδια και, [[ιδίως]], από το καλό στο [[κακό]] («[[ἐπειδὴ]] περιπετεῖς ἔχεις τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) καλυμμένος [[ολόγυρα]] («ὕπερθε βωμοῦ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῖν [[ἀέρδην]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξίφος]] περιπετές»<br />(στον <b>Αισχύλ.</b>) το [[ξίφος]] [[γύρω]] από το οποίο έπεσε ο [[Αίας]]<br />β) «αὐτὸς ἐμαυτῷ περιπετὴς [[γίγνομαι]]» — [[γίνομαι]] [[αίτιος]] της πτώσης μου, της καταστροφής μου<br />δ) «[[περιπετής]] [[εἰμί]] τινι» — εμπλέκομαι, έχω την [[ατυχία]] να εμπλακώ σε μια [[κατάσταση]]<br />ε) «περιπετῆ ποιῶ τινα ἐμαυτῷ» — [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριό μου<br />στ) «περιπετὴς τῇ αἰτίᾳ [[γίγνομαι]]» — θεωρούμαι [[υπαίτιος]] κακού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (θ. <i>πετ</i>- του [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. [[ευπετής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm