3,274,816
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτιμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά [[χρήσιμος]], [[πάρα]] πολύ, [[επωφελής]], [[ανεκτίμητος]] (α. «[[πολύτιμος]] [[φίλος]]» β. «[[πολύτιμος]] [[μουσοεργός]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], [[βαρύτιμος]] («πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] για τον ατομικό καλλωπισμό του ανθρώπου και τα οποία ξεχωρίζουν για την [[ομορφιά]] τους, για τη [[μεγάλη]] τους [[διαύγεια]], τη [[λάμψη]] τους ή, [[τέλος]], για την [[σπανιότητα]] και την ανθεκτικότητά τους)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύτιμα μέταλλα» — μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική [[αξία]], [[κυρίως]] ο [[χρυσός]] και ο [[άργυρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται πολλές τιμές, [[πολυτίμητος]] («πολύτιμοι θεοί», Μέν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύτιμα</i> / πολυτίμως ΝΑ<br />με πολύτιμο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[μεγαλοπρέπεια]] ή με [[πολυτέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), | |mltxt=-η, -ο / [[πολύτιμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά [[χρήσιμος]], [[πάρα]] πολύ, [[επωφελής]], [[ανεκτίμητος]] (α. «[[πολύτιμος]] [[φίλος]]» β. «[[πολύτιμος]] [[μουσοεργός]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], [[βαρύτιμος]] («πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] για τον ατομικό καλλωπισμό του ανθρώπου και τα οποία ξεχωρίζουν για την [[ομορφιά]] τους, για τη [[μεγάλη]] τους [[διαύγεια]], τη [[λάμψη]] τους ή, [[τέλος]], για την [[σπανιότητα]] και την ανθεκτικότητά τους)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύτιμα μέταλλα» — μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική [[αξία]], [[κυρίως]] ο [[χρυσός]] και ο [[άργυρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται πολλές τιμές, [[πολυτίμητος]] («πολύτιμοι θεοί», Μέν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύτιμα</i> / πολυτίμως ΝΑ<br />με πολύτιμο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[μεγαλοπρέπεια]] ή με [[πολυτέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. [[φιλότιμος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |