Anonymous

πολυόστεος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που έχει [[πολλά]] οστά<br /><b>2.</b> (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς σπόρους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυόστεον</i><br />η [[επάνω]] [[επιφάνεια]] του ποδιού από τα δάχτυλα ώς τη [[συναρμογή]] των αστραγάλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όστεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀστοῦν]] / [[ὀστέον]] «[[κόκαλο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>όστεος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που έχει [[πολλά]] οστά<br /><b>2.</b> (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς σπόρους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυόστεον</i><br />η [[επάνω]] [[επιφάνεια]] του ποδιού από τα δάχτυλα ώς τη [[συναρμογή]] των αστραγάλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όστεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀστοῦν]] / [[ὀστέον]] «[[κόκαλο]]»), [[πρβλ]]. [[μονόστεος]]].
}}
}}