Anonymous

σχοινοτενής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει παραταθεί χρονικά ή που έχει πάρει [[μεγάλη]] [[έκταση]] και, [[ιδίως]] για λόγο, [[μακροσκελής]], [[εκτενής]], [[εκτεταμένος]], [[διεξοδικός]] (α. «[[σχοινοτενής]] [[διάλεξη]]» β. «[[σχοινοτενής]] [[περίοδος]] λόγου» γ. «σχοινοτενῆ ᾄσματα», Φιλόστρ.<br />δ. «σχοινοτενὲς [[κῶλον]]», Ερμογ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]] σαν το [[σχοινί]] με το οποίο γίνονταν οι μετρήσεις<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τεντωμένος]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>3.</b> πλεγμένος από [[σχοινιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχοινοτενώς</i> / <i>σχοινοτενῶς</i> ΝΑ<br />εκτεταμένα, διεξοδικά («μίλησε σχοινοτενώς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τενής</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>τένος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευθυ</i>-<i>τενής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει παραταθεί χρονικά ή που έχει πάρει [[μεγάλη]] [[έκταση]] και, [[ιδίως]] για λόγο, [[μακροσκελής]], [[εκτενής]], [[εκτεταμένος]], [[διεξοδικός]] (α. «[[σχοινοτενής]] [[διάλεξη]]» β. «[[σχοινοτενής]] [[περίοδος]] λόγου» γ. «σχοινοτενῆ ᾄσματα», Φιλόστρ.<br />δ. «σχοινοτενὲς [[κῶλον]]», Ερμογ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]] σαν το [[σχοινί]] με το οποίο γίνονταν οι μετρήσεις<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τεντωμένος]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>3.</b> πλεγμένος από [[σχοινιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχοινοτενώς</i> / <i>σχοινοτενῶς</i> ΝΑ<br />εκτεταμένα, διεξοδικά («μίλησε σχοινοτενώς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τενής</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>τένος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), [[πρβλ]]. [[ευθυτενής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm