Anonymous

τρίστομος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίστομος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρία]] στόματα ή [[τρία]] στόμια ή [[τρεις]] αιχμηρές επιφάνειες («[[τρίστομος]] [[αἰχμή]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. και ουσ.) το [[τρίστομο]]<br /><b>ζωολ.</b> μικρό [[σκουλήκι]] που παρασιτεί στα [[βράγχια]] διαφόρων ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τρίστομος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρία]] στόματα ή [[τρία]] στόμια ή [[τρεις]] αιχμηρές επιφάνειες («[[τρίστομος]] [[αἰχμή]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. και ουσ.) το [[τρίστομο]]<br /><b>ζωολ.</b> μικρό [[σκουλήκι]] που παρασιτεί στα [[βράγχια]] διαφόρων ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[δίστομος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm