Anonymous

φιλότιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλότιμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[φιλότιμο]]·|| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει έντονο το [[συναίσθημα]] της φιλοτιμίας, της [[τιμής]], της αξιοπρέπειας<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να διακριθεί σε [[κάτι]] («[[είναι]] [[φιλότιμος]] και προσπαθεί»)<br /><b>3.</b> (για αισθήματα ή εκδηλώσεις) αυτός που δείχνει, που εκφράζει [[φιλοτιμία]] («φιλότιμη [[προσπάθεια]]»)<br /><b>4.</b> [[γενναιόψυχος]], [[γενναιόδωρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με αρνητική σημ.) [[φιλόδοξος]]<br /><b>2.</b> [[φιλοχρήματος]]<br /><b>3.</b> [[φιλόνικος]]<br /><b>4.</b> [[σπάταλος]], [[άσωτος]]<br /><b>5.</b> [[πολύτιμος]], [[σεβαστός]]<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φιλότιμος]]<br />[[επώνυμο]] ή [[τίτλος]] αρχόντων στην Μικρά Ασία<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[φιλότιμος]] ἐπί τινι» — αυτός που επιθυμεί να διακρίνεται σε [[κάτι]] (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοτίμως]] ΝΑ, και <i>φιλότιμα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο [[φιλότιμο]], με [[φιλοτιμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀξιό</i>-<i>τιμος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλότιμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[φιλότιμο]]·|| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει έντονο το [[συναίσθημα]] της φιλοτιμίας, της [[τιμής]], της αξιοπρέπειας<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να διακριθεί σε [[κάτι]] («[[είναι]] [[φιλότιμος]] και προσπαθεί»)<br /><b>3.</b> (για αισθήματα ή εκδηλώσεις) αυτός που δείχνει, που εκφράζει [[φιλοτιμία]] («φιλότιμη [[προσπάθεια]]»)<br /><b>4.</b> [[γενναιόψυχος]], [[γενναιόδωρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με αρνητική σημ.) [[φιλόδοξος]]<br /><b>2.</b> [[φιλοχρήματος]]<br /><b>3.</b> [[φιλόνικος]]<br /><b>4.</b> [[σπάταλος]], [[άσωτος]]<br /><b>5.</b> [[πολύτιμος]], [[σεβαστός]]<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φιλότιμος]]<br />[[επώνυμο]] ή [[τίτλος]] αρχόντων στην Μικρά Ασία<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[φιλότιμος]] ἐπί τινι» — αυτός που επιθυμεί να διακρίνεται σε [[κάτι]] (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοτίμως]] ΝΑ, και <i>φιλότιμα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο [[φιλότιμο]], με [[φιλοτιμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. [[ἀξιότιμος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm