3,274,216
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόχορδος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[χορδή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μονόχορδο</i>(<i>ν</i>)<br />μουσικό όργανο με μία [[χορδή]], κινητό καβαλάρη και παραλληλόγραμμο [[ηχείο]], που χρησιμοποιήθηκε στην [[αρχαιότητα]] για τη [[μέτρηση]] και τη θεωρητική [[αναπαράσταση]] τών μουσικών διαστημάτων<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> όργανο που χρησιμοποιείται ως [[διαπασών]] από τους κατασκευαστές του εκκλησιαστικού οργάνου και τους χορδιστές του πιάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), [[πρβλ]]. [[βαρύχορδος]], [[ισόχορδος]] | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόχορδος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[χορδή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μονόχορδο</i>(<i>ν</i>)<br />μουσικό όργανο με μία [[χορδή]], κινητό καβαλάρη και παραλληλόγραμμο [[ηχείο]], που χρησιμοποιήθηκε στην [[αρχαιότητα]] για τη [[μέτρηση]] και τη θεωρητική [[αναπαράσταση]] τών μουσικών διαστημάτων<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> όργανο που χρησιμοποιείται ως [[διαπασών]] από τους κατασκευαστές του εκκλησιαστικού οργάνου και τους χορδιστές του πιάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), [[πρβλ]]. [[βαρύχορδος]], [[ισόχορδος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{wkpen | {{wkpen |