Anonymous

ὀσφραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀσφραίνομαι]] και ὀσφραίνω)<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] την [[οσμή]] από [[κάτι]], [[μυρίζω]], μού μυρίζει [[κάτι]] («κρομμύων [[ὀσφραίνομαι]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], μυρίζομαι, [[παίρνω]] [[μυρωδιά]] («ὀσφραινόμενος τοῦ χρυσίου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προαισθάνομαι]], [[προμαντεύω]] («[[οσφραίνομαι]] τον κίνδυνο»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω όσφρηση («τὰς αἰσθήσεις τοῦ ἀκούειν... καὶ ὀσφραίνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. μτβ.) <i>ὀσφραίνω τινά τινι</i><br />[[κάνω]] κάποιον να μυρίσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ὀσ</i>-<i>φραίνομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οδ</i>-<i>σ</i>-<i>φραίνομαι</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>od</i>- «[[αισθάνομαι]], [[μυρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>όζω</i>) με ένσιγμο [[επίθημα]] -<i>es</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>odor</i>, -<i>ō</i><i>ris</i> «[[μυρωδιά]]», τα σύνθ. σε -<i>ώδης</i>, τη λ. [[οσμή]]), <i>το</i> οποίο εμφανίζεται στη μηδενισμένη του [[βαθμίδα]], ενώ το β' συνθετικό -<i>φραίνομαι</i> φέρεται ως παράγωγο της λ. [[φρήν]] (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-[[φραίνω]]) από όπου και η σημ. του ρήματος «[[αισθάνομαι]] την [[οσμή]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]] [[μυρωδιά]]». Μορφολογικά προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά η ύπαρξη στην αττ. διάλ. του μέλλ. <i>ὀσφρήσομαι</i> και του αορ. [[ὠσφρόμην]], που πολλοί τους θεώρησαν αναλογικούς σχηματισμούς [[προς]] τα <i>αἰσθήσομαι</i> και <i>ἠσθόμην</i> του ρήματος [[αἰσθάνομαι]]. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τοῦ [[ὠσφρόμην]] με</i> αρχ. ινδ. <i>jighrati</i> «[[αισθάνομαι]]» ή η [[αναγωγή]] τών τύπων του μέλλ. και του αορ. σε αμάρτυρο <i>όσ</i>-<i>φρος</i> δεν φαίνονται πιθανές].
|mltxt=(Α [[ὀσφραίνομαι]] και ὀσφραίνω)<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] την [[οσμή]] από [[κάτι]], [[μυρίζω]], μού μυρίζει [[κάτι]] («κρομμύων [[ὀσφραίνομαι]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], μυρίζομαι, [[παίρνω]] [[μυρωδιά]] («ὀσφραινόμενος τοῦ χρυσίου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προαισθάνομαι]], [[προμαντεύω]] («[[οσφραίνομαι]] τον κίνδυνο»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω όσφρηση («τὰς αἰσθήσεις τοῦ ἀκούειν... καὶ ὀσφραίνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. μτβ.) <i>ὀσφραίνω τινά τινι</i><br />[[κάνω]] κάποιον να μυρίσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ὀσ</i>-<i>φραίνομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οδ</i>-<i>σ</i>-<i>φραίνομαι</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>od</i>- «[[αισθάνομαι]], [[μυρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>όζω</i>) με ένσιγμο [[επίθημα]] -<i>es</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>odor</i>, -<i>ō</i><i>ris</i> «[[μυρωδιά]]», τα σύνθ. σε -<i>ώδης</i>, τη λ. [[οσμή]]), <i>το</i> οποίο εμφανίζεται στη μηδενισμένη του [[βαθμίδα]], ενώ το β' συνθετικό -<i>φραίνομαι</i> φέρεται ως παράγωγο της λ. [[φρήν]] ([[πρβλ]]. [[ευφραίνω]]) από όπου και η σημ. του ρήματος «[[αισθάνομαι]] την [[οσμή]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]] [[μυρωδιά]]». Μορφολογικά προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά η ύπαρξη στην αττ. διάλ. του μέλλ. <i>ὀσφρήσομαι</i> και του αορ. [[ὠσφρόμην]], που πολλοί τους θεώρησαν αναλογικούς σχηματισμούς [[προς]] τα <i>αἰσθήσομαι</i> και <i>ἠσθόμην</i> του ρήματος [[αἰσθάνομαι]]. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τοῦ [[ὠσφρόμην]] με</i> αρχ. ινδ. <i>jighrati</i> «[[αισθάνομαι]]» ή η [[αναγωγή]] τών τύπων του μέλλ. και του αορ. σε αμάρτυρο <i>όσ</i>-<i>φρος</i> δεν φαίνονται πιθανές].
}}
}}
{{lsm
{{lsm