3,277,301
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-οῦς, ἡ, ΝΜΑ<br />η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] να πείθει [[κανείς]] τους άλλους, η [[πειστικότητα]] (α. «μίλησε με ακατανίκητη [[πειθώ]]» β. «πειθοῦς [[δημιουργός]] ἐστιν ἡ ῥητορική», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του να πείθει [[κανείς]], πειστική [[τέχνη]] ή [[μέσο]] καταπείσεως («πειθὼ γὰρ εἶχον τήνδε πρὸς δάμαρτ' ἐμήν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ενδόμυχη [[πεποίθηση]], [[πίστη]] ' («βιάται δ' ἁ [[τάλαινα]] πειθὼ [[πρόβουλος]], παῖς [[ἄφερτος]] ἄτας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> το να πείθεται [[κανείς]], η [[ευπείθεια]], η [[υπακοή]] («ταῦτα δ' ἀγασθεὶς ὁ Κῡρος τοῦ μὲν ταξιάρχου τὴν ἐπίνοιαν, τῶν δὲ τὴν [[πειθώ]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Πειθώ]]<br />η θεά της πειθούς, η [[θεότητα]] που προσωποποιεί την [[πειστικότητα]] («Χάριτές τε θεαὶ καὶ [[πότνια]] Πειθὼ ὅρμους χρυσείους ἔθεσαν χροΐ», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώ</i> ( | |mltxt=-οῦς, ἡ, ΝΜΑ<br />η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] να πείθει [[κανείς]] τους άλλους, η [[πειστικότητα]] (α. «μίλησε με ακατανίκητη [[πειθώ]]» β. «πειθοῦς [[δημιουργός]] ἐστιν ἡ ῥητορική», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του να πείθει [[κανείς]], πειστική [[τέχνη]] ή [[μέσο]] καταπείσεως («πειθὼ γὰρ εἶχον τήνδε πρὸς δάμαρτ' ἐμήν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ενδόμυχη [[πεποίθηση]], [[πίστη]] ' («βιάται δ' ἁ [[τάλαινα]] πειθὼ [[πρόβουλος]], παῖς [[ἄφερτος]] ἄτας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> το να πείθεται [[κανείς]], η [[ευπείθεια]], η [[υπακοή]] («ταῦτα δ' ἀγασθεὶς ὁ Κῡρος τοῦ μὲν ταξιάρχου τὴν ἐπίνοιαν, τῶν δὲ τὴν [[πειθώ]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Πειθώ]]<br />η θεά της πειθούς, η [[θεότητα]] που προσωποποιεί την [[πειστικότητα]] («Χάριτές τε θεαὶ καὶ [[πότνια]] Πειθὼ ὅρμους χρυσείους ἔθεσαν χροΐ», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώ</i> ([[πρβλ]]. [[Κλωθώ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |