Anonymous

πατριά: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. και πατριή Α<br />το [[σύνολο]] τών προγόνων, το γενεαλογικό [[δέντρο]] ειδικά από την πατριαρχική [[πλευρά]], η [[γενιά]] από [[πατέρα]] («διὰ τὸ [[εἶναι]] αὐτὸν ἐξ οἶκου καὶ πατριᾱς Δαυΐδ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μορφή]] πρωτόγονης κοινωνικής οργάνωσης σε πολλούς λαούς, που αποτελεί εξωγαμική κοινωνική [[ομάδα]] τα [[μέλη]] της οποίας συνδέονται με δεσμούς πατρογραμμικής καταγωγής, [[μορφή]] που αποτέλεσε τη [[βάση]] της κοινωνικής οργάνωσης στις πρώτες κοινωνίες<br /><b>2.</b> όμοιο [[σύνολο]] ατόμων όπως το [[παραπάνω]], [[αλλά]] [[χωρίς]] το χαρακτηριστικό της υποχρεωτικής εξωγαμίας, όπως [[είναι]] τα σκωτικά κλαν, που τα [[μέλη]] τους συνδέονται με δεσμούς μητρογραμμικής καταγωγής<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πατριαί</i><br />οι πατρικές εξουσίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών καταγόμενων από τον ίδιο πρόγονο, το [[γένος]], η [[φάρα]] («εἰσὶ δὲ αὐτῶν [Βαβυλωνίων] πατριαὶ τρεῖς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οικογένεια]], [[οίκος]], [[σπίτι]], [[φαμίλια]] («λαβέτωσαν [[ἕκαστος]] [[πρόβατον]] κατ' οἴκους πατριῶν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], -<i>τρός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροχ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. και πατριή Α<br />το [[σύνολο]] τών προγόνων, το γενεαλογικό [[δέντρο]] ειδικά από την πατριαρχική [[πλευρά]], η [[γενιά]] από [[πατέρα]] («διὰ τὸ [[εἶναι]] αὐτὸν ἐξ οἶκου καὶ πατριᾱς Δαυΐδ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μορφή]] πρωτόγονης κοινωνικής οργάνωσης σε πολλούς λαούς, που αποτελεί εξωγαμική κοινωνική [[ομάδα]] τα [[μέλη]] της οποίας συνδέονται με δεσμούς πατρογραμμικής καταγωγής, [[μορφή]] που αποτέλεσε τη [[βάση]] της κοινωνικής οργάνωσης στις πρώτες κοινωνίες<br /><b>2.</b> όμοιο [[σύνολο]] ατόμων όπως το [[παραπάνω]], [[αλλά]] [[χωρίς]] το χαρακτηριστικό της υποχρεωτικής εξωγαμίας, όπως [[είναι]] τα σκωτικά κλαν, που τα [[μέλη]] τους συνδέονται με δεσμούς μητρογραμμικής καταγωγής<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πατριαί</i><br />οι πατρικές εξουσίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών καταγόμενων από τον ίδιο πρόγονο, το [[γένος]], η [[φάρα]] («εἰσὶ δὲ αὐτῶν [Βαβυλωνίων] πατριαὶ τρεῖς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οικογένεια]], [[οίκος]], [[σπίτι]], [[φαμίλια]] («λαβέτωσαν [[ἕκαστος]] [[πρόβατον]] κατ' οἴκους πατριῶν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], -<i>τρός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. [[τροχιά]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm