Anonymous

πόριμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και -ίμη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δυνατότητα]] να βρίσκει [[μέσα]], [[επινοητικός]] («[[ῥήτωρ]] [[πόριμος]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[μέσα]] ασφαλείας, [[σωτήριος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῦ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (για [[τροφή]]) εύπεπτη<br /><b>5.</b> αυτός που έχει άφθονους πόρους, [[εύπορος]]<br /><b>6.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαβεί [[κάποιος]]<br /><b>7.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δυνατός]], [[κατορθωτός]] («ἔρωτι δὴ [[πάντα]] πόριμα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πόριμον</i><br />το ωφέλιμο, το επωφελές<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἄπορα [[πόριμος]]» — αυτός που κάνει τα αδύνατα [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρήσ</i>-<i>ιμος</i>)].
|mltxt=-ον, θηλ. και -ίμη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δυνατότητα]] να βρίσκει [[μέσα]], [[επινοητικός]] («[[ῥήτωρ]] [[πόριμος]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[μέσα]] ασφαλείας, [[σωτήριος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῦ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (για [[τροφή]]) εύπεπτη<br /><b>5.</b> αυτός που έχει άφθονους πόρους, [[εύπορος]]<br /><b>6.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαβεί [[κάποιος]]<br /><b>7.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δυνατός]], [[κατορθωτός]] («ἔρωτι δὴ [[πάντα]] πόριμα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πόριμον</i><br />το ωφέλιμο, το επωφελές<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἄπορα [[πόριμος]]» — αυτός που κάνει τα αδύνατα [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[χρήσιμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm