Anonymous

προσωρινός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και διαλ. τ. [[προσερινός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει ή διαρκεί για λίγο μόνο χρόνο, [[πρόσκαιρος]], [[βραχυχρόνιος]] («προσωρινή [[εγκατάσταση]]»)<br /><b>2.</b> (πολ. δικ.) αυτός που εκτελείται πρόσκαιρα έως ότου ρυθμιστεί οριστικά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «προσωρινή [[εκτέλεση]]»<br />(πολ. δικ.) η [[εκτέλεση]] οριστικών δικαστικών αποφάσεων οι οποίες δεν έχουν καταστεί τελεσίδικες, [[δηλαδή]] μπορούν να προσβληθούν με τακτικά ένδικα [[μέσα]]<br />β) «προσωρινά [[μέτρα]]»<br />(πολ. δικ.) [[μέτρα]] αποτροπής ερίδων, διενέξεων, συγκρούσεων και βιαιοπραγιών ή πιθανολογούμενου κινδύνου καταστροφής ή αλλοίωσης περιουσιακού ή άλλου έννομου αγαθού, τα οποία διατάσσει προσωρινώς, και [[ωσότου]] λυθεί το [[ζήτημα]] [[κατά]] τη συνήθη [[τακτική]] [[διαδικασία]], το δικαστήριο ύστερα από σχετική [[αίτηση]] του δικαιούχου και σύμφωνα με ειδική [[διαδικασία]] του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας<br />γ) «προσωρινή [[κράτηση]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[θεσμός]] καταργητικός της προσωπικής ελευθερίας [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της προδικασίας, που ισχύει δυνητικά και η [[εφαρμογή]] του διατάσσεται με [[ένταλμα]] του ανακριτή και με τη σύμφωνη [[γνώμη]] του εισαγγελέα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσωρινά</i> και <i>προσωρινώς</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προσωρινό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προσώρας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σημερ</i>-<i>ινός</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στα <i>Ἔγγραφα Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως</i>].
|mltxt=και διαλ. τ. [[προσερινός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει ή διαρκεί για λίγο μόνο χρόνο, [[πρόσκαιρος]], [[βραχυχρόνιος]] («προσωρινή [[εγκατάσταση]]»)<br /><b>2.</b> (πολ. δικ.) αυτός που εκτελείται πρόσκαιρα έως ότου ρυθμιστεί οριστικά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «προσωρινή [[εκτέλεση]]»<br />(πολ. δικ.) η [[εκτέλεση]] οριστικών δικαστικών αποφάσεων οι οποίες δεν έχουν καταστεί τελεσίδικες, [[δηλαδή]] μπορούν να προσβληθούν με τακτικά ένδικα [[μέσα]]<br />β) «προσωρινά [[μέτρα]]»<br />(πολ. δικ.) [[μέτρα]] αποτροπής ερίδων, διενέξεων, συγκρούσεων και βιαιοπραγιών ή πιθανολογούμενου κινδύνου καταστροφής ή αλλοίωσης περιουσιακού ή άλλου έννομου αγαθού, τα οποία διατάσσει προσωρινώς, και [[ωσότου]] λυθεί το [[ζήτημα]] [[κατά]] τη συνήθη [[τακτική]] [[διαδικασία]], το δικαστήριο ύστερα από σχετική [[αίτηση]] του δικαιούχου και σύμφωνα με ειδική [[διαδικασία]] του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας<br />γ) «προσωρινή [[κράτηση]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[θεσμός]] καταργητικός της προσωπικής ελευθερίας [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της προδικασίας, που ισχύει δυνητικά και η [[εφαρμογή]] του διατάσσεται με [[ένταλμα]] του ανακριτή και με τη σύμφωνη [[γνώμη]] του εισαγγελέα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσωρινά</i> και <i>προσωρινώς</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προσωρινό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προσώρας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ([[πρβλ]]. [[σημερινός]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στα <i>Ἔγγραφα Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως</i>].
}}
}}