Anonymous

σέλας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αος, το, ΝΜΑ, γεν. και -ατος, πληθ. [[σέλα]], -άων, Α<br />([[ιδίως]] για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη [[λάμψη]], [[ακτινοβολία]], φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου [[σέλας]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μετεωρ.-αστρον.-γεωφ.)<br /><b>1.</b> οπτικό ατμοσφαιρικό [[φαινόμενο]], ορατό [[κυρίως]] στις βόρειες ή στις νότιες πολικές περιοχές της Γης ως φωτεινό [[μετέωρο]], που οφείλεται στην είσοδο ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων στην ανώτερη [[ατμόσφαιρα]] του πλανήτη μας, αλλ. πολικό [[σέλας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «βόρειο [πολικό] [[σέλας]]» — το [[σέλας]] που [[είναι]] ορατό στην [[περιοχή]] του βόρειου πόλου της Γης και που [[είναι]] ισχυρότερο από το νότιο<br />β) «νότιο [πολικό] [[σέλας]]» — το [[σέλας]] που [[είναι]] ορατό στην [[περιοχή]] του νότιου πόλου της Γης<br />γ) «[[ζώνη]] σέλαος» — [[δακτυλιοειδής]] [[περιοχή]] της ανώτατης ατμόσφαιρας, [[κατά]] [[προσέγγιση]] [[μεταξύ]] γεωμαγνητικών πλατών 60° και 70° βόρεια ή νότια, [[μέσα]] στην οποία οι αφίξεις σωματιδίων προκαλούν φαινόμενα έντονου ιοντισμού και, [[ιδίως]], εμφανίσεις πολικού σέλαος<br />δ) «[[φαινόμενο]] σέλαος» — [[ασθενής]] [[φωτοβολία]] στην [[ατμόσφαιρα]], η [[ένταση]] της οποίας εξαρτάται από την μαγνητική [[δόνηση]] και που [[είναι]] δυνατόν να εμφανιστεί σε ποικίλα γεωγραφικά [[πλάτη]]<br />ε) «[[μελέτη]] σέλαος» — [[κλάδος]] της φυσικής της ατμόσφαιρας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[μελέτη]] της προέλευσης και της δομής του βόρειου και του νότιου σέλαος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διάχυτο φως της ατμόσφαιρας («καθαρὸν ἁμέρας [[σέλας]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αστραπή]] («ἢ σεισμὸν ἢ βροντήν τιν' ἢ Διὸς [[σέλας]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> φωτεινό [[μετέωρο]]<br /><b>4.</b> [[πυρσός]], [[λαμπάδα]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[λάμψη]] που εκπέμπουν σε [[ένδειξη]] οργής τα μάτια («ἐξ ὀμμάτων δ' ἤστραπτε γοργωπὸν [[σέλας]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκό ουδ. σε -<i>ας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κνέφ</i>-<i>ας</i>) άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με τα: αβεστ. <i>xarθranah</i>- «η [[λάμψη]] της δόξας» και το αρχ. ινδ. <i>svarnara</i>- πιθ. «[[λάμψη]] φωτός» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες λόγω της διατήρησης στον ελλ. τ. του αρκτικού <i>σ</i>-. Για τους ίδιους λόγους αδύνατη φαίνεται και η [[σύνδεση]] του τ. με τα: [[εἵλη]] «η [[θερμότητα]] του ήλιου» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swel</i>- «σιγοκαίω») και [[ἥλιος]]. Από την λ. [[σέλας]] παράγονται τα ρήματα <i>σελ</i>-<i>αγ</i>-<i>ῶ</i>, με ουρανική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἀστράγ</i>-<i>αλος</i>), <i>σελ</i>-<i>αγ</i>-<i>ίζω</i> και [[σελάσσομαι]] (<b>πρβλ.</b> <i>παταγῶ</i>: [[πατάσσω]])].
|mltxt=-αος, το, ΝΜΑ, γεν. και -ατος, πληθ. [[σέλα]], -άων, Α<br />([[ιδίως]] για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη [[λάμψη]], [[ακτινοβολία]], φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου [[σέλας]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μετεωρ.-αστρον.-γεωφ.)<br /><b>1.</b> οπτικό ατμοσφαιρικό [[φαινόμενο]], ορατό [[κυρίως]] στις βόρειες ή στις νότιες πολικές περιοχές της Γης ως φωτεινό [[μετέωρο]], που οφείλεται στην είσοδο ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων στην ανώτερη [[ατμόσφαιρα]] του πλανήτη μας, αλλ. πολικό [[σέλας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «βόρειο [πολικό] [[σέλας]]» — το [[σέλας]] που [[είναι]] ορατό στην [[περιοχή]] του βόρειου πόλου της Γης και που [[είναι]] ισχυρότερο από το νότιο<br />β) «νότιο [πολικό] [[σέλας]]» — το [[σέλας]] που [[είναι]] ορατό στην [[περιοχή]] του νότιου πόλου της Γης<br />γ) «[[ζώνη]] σέλαος» — [[δακτυλιοειδής]] [[περιοχή]] της ανώτατης ατμόσφαιρας, [[κατά]] [[προσέγγιση]] [[μεταξύ]] γεωμαγνητικών πλατών 60° και 70° βόρεια ή νότια, [[μέσα]] στην οποία οι αφίξεις σωματιδίων προκαλούν φαινόμενα έντονου ιοντισμού και, [[ιδίως]], εμφανίσεις πολικού σέλαος<br />δ) «[[φαινόμενο]] σέλαος» — [[ασθενής]] [[φωτοβολία]] στην [[ατμόσφαιρα]], η [[ένταση]] της οποίας εξαρτάται από την μαγνητική [[δόνηση]] και που [[είναι]] δυνατόν να εμφανιστεί σε ποικίλα γεωγραφικά [[πλάτη]]<br />ε) «[[μελέτη]] σέλαος» — [[κλάδος]] της φυσικής της ατμόσφαιρας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[μελέτη]] της προέλευσης και της δομής του βόρειου και του νότιου σέλαος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διάχυτο φως της ατμόσφαιρας («καθαρὸν ἁμέρας [[σέλας]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αστραπή]] («ἢ σεισμὸν ἢ βροντήν τιν' ἢ Διὸς [[σέλας]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> φωτεινό [[μετέωρο]]<br /><b>4.</b> [[πυρσός]], [[λαμπάδα]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[λάμψη]] που εκπέμπουν σε [[ένδειξη]] οργής τα μάτια («ἐξ ὀμμάτων δ' ἤστραπτε γοργωπὸν [[σέλας]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκό ουδ. σε -<i>ας</i> ([[πρβλ]]. [[κνέφας]]) άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με τα: αβεστ. <i>xarθranah</i>- «η [[λάμψη]] της δόξας» και το αρχ. ινδ. <i>svarnara</i>- πιθ. «[[λάμψη]] φωτός» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες λόγω της διατήρησης στον ελλ. τ. του αρκτικού <i>σ</i>-. Για τους ίδιους λόγους αδύνατη φαίνεται και η [[σύνδεση]] του τ. με τα: [[εἵλη]] «η [[θερμότητα]] του ήλιου» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swel</i>- «σιγοκαίω») και [[ἥλιος]]. Από την λ. [[σέλας]] παράγονται τα ρήματα <i>σελ</i>-<i>αγ</i>-<i>ῶ</i>, με ουρανική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- ([[πρβλ]]. [[ἀστράγαλος]]), <i>σελ</i>-<i>αγ</i>-<i>ίζω</i> και [[σελάσσομαι]] (<b>πρβλ.</b> <i>παταγῶ</i>: [[πατάσσω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm