3,277,179
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[σείφαρος]], Α<br />τριγωνικό [[ιστίο]] που υψώνεται [[πάνω]] από την πιο ψηλή [[κεραία]] του πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] ο τ. [[σείφαρος]]) [[σκηνή]] θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. [[δάνειος]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με σημιτικό <i>šap</i><sup>e</sup><i>r</i><i>ī</i><i>r</i>, ασσυριακό <i>šuparraru</i> «[[απλώνω]]», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, προέρχεται από τη λ. [[φᾶρος]] «μεγάλο [[κομμάτι]] υφάσματος», με επιτατικό <i>σι</i>- ( | |mltxt=ο, ΝΑ, και [[σείφαρος]], Α<br />τριγωνικό [[ιστίο]] που υψώνεται [[πάνω]] από την πιο ψηλή [[κεραία]] του πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] ο τ. [[σείφαρος]]) [[σκηνή]] θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. [[δάνειος]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με σημιτικό <i>šap</i><sup>e</sup><i>r</i><i>ī</i><i>r</i>, ασσυριακό <i>šuparraru</i> «[[απλώνω]]», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, προέρχεται από τη λ. [[φᾶρος]] «μεγάλο [[κομμάτι]] υφάσματος», με επιτατικό <i>σι</i>- ([[πρβλ]]. [[Σίσυφος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |