Anonymous

σκόλοπας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[σκόλοψ]], -οπος, ΝΜΑ<br />[[σώμα]] επίμηκες που απολήγει σε αιχμηρό [[άκρο]], ώστε να μπορεί να μπήγεται, [[πάσσαλος]], [[παλούκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βάσανο]], [[ενόχλημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[σχίζα]], [[αγκάθι]]<br /><b>2.</b> [[εργαλείο]] κατάλληλο για [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] στην [[ουρήθρα]]<br /><b>3.</b> το οξύ [[άκρο]] αλιευτικού αγκίστρου<br /><b>4.</b> [[δέντρο]]<br /><b>5.</b> αιχμηρή [[προβολή]] στο [[πόδι]] πουλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>σκόλ</i>-<i>οψ</i> εντάσσεται στην [[οικογένεια]] του ρ. [[σκάλλω]] «[[σκαλίζω]], [[γλύφω]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>scalpo</i> και τα αρχ. άνω γερμ. <i>scelifa</i> «[[φλούδα]]», αγγλοσαξ. <i>scielf</i> «[[αιχμή]] βράχου», λιθουαν. <i>sklempti</i> «[[ροκανίζω]]») και εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>ο</i>- και [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, πιθ. [[κατά]] τα προσηγορικά σε -<i>οψ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκάλ</i>-<i>οψ</i>). Προβλήματα [[ωστόσο]] για την ομαλή [[ένταξη]] του τ. στην [[οικογένεια]] του [[σκάλλω]] γεννούν αφ' ενός η σημ. της λ. «[[πάσσαλος]], [[παλούκι]]», αφ' ετέρου το [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, που δεν απαντά σε άλλον συγγενή ινδοευρωπαϊκό τ.].
|mltxt=ο / [[σκόλοψ]], -οπος, ΝΜΑ<br />[[σώμα]] επίμηκες που απολήγει σε αιχμηρό [[άκρο]], ώστε να μπορεί να μπήγεται, [[πάσσαλος]], [[παλούκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βάσανο]], [[ενόχλημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[σχίζα]], [[αγκάθι]]<br /><b>2.</b> [[εργαλείο]] κατάλληλο για [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] στην [[ουρήθρα]]<br /><b>3.</b> το οξύ [[άκρο]] αλιευτικού αγκίστρου<br /><b>4.</b> [[δέντρο]]<br /><b>5.</b> αιχμηρή [[προβολή]] στο [[πόδι]] πουλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>σκόλ</i>-<i>οψ</i> εντάσσεται στην [[οικογένεια]] του ρ. [[σκάλλω]] «[[σκαλίζω]], [[γλύφω]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>scalpo</i> και τα αρχ. άνω γερμ. <i>scelifa</i> «[[φλούδα]]», αγγλοσαξ. <i>scielf</i> «[[αιχμή]] βράχου», λιθουαν. <i>sklempti</i> «[[ροκανίζω]]») και εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>ο</i>- και [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, πιθ. [[κατά]] τα προσηγορικά σε -<i>οψ</i> ([[πρβλ]]. [[σκάλοψ]]). Προβλήματα [[ωστόσο]] για την ομαλή [[ένταξη]] του τ. στην [[οικογένεια]] του [[σκάλλω]] γεννούν αφ' ενός η σημ. της λ. «[[πάσσαλος]], [[παλούκι]]», αφ' ετέρου το [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, που δεν απαντά σε άλλον συγγενή ινδοευρωπαϊκό τ.].
}}
}}