Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκέλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ξηραίνω]], [[καταξηραίνω]], [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]] («μὴ... [[μένος]] ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ [[χρόα]] ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» — για να μη καταξηράνει η [[δύναμη]] του ήλιου το [[δέρμα]] [[γύρω]] από τα [[νεύρα]] και τα [[μέλη]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>σκέλλομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[κατάξηρος]], αποξηραμένος<br />β) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[κάτισχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>kel</i>- «[[στεγνώνω]], [[ξηραίνω]]», από την οποία προέρχονται διάφοροι τ. νεώτερων γλωσσών (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>shallow</i> «[[ρηχός]], [[επιφανειακός]]», σουηδ. <i>skall</i> «[[λεπτός]], [[μπαγιάτικος]]», γερμ. <i>schal</i> «[[μπαγιάτικος]], [[χαλασμένος]], [[στεγνός]]», <i>hellig</i> «κουρασμένος, [[στεγνός]] από [[δίψα]]»). Οι λ. που ανήκουν στην [[οικογένεια]] του ρ. <i>σκέλλομαι</i> εμφανίζουν δύο μορφές θ.: <i>σκελε</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>σκελε</i>-<i>τός</i>) και <i>σκλη</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>σκλη</i>-<i>ρός</i>, παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>σκλη</i>-<i>κα</i>), οι οποίες μπορούν να ερμηνευθούν αν υποτεθεί ως αρχική μια δισύλλαβη μακροκατάληκτη [[ρίζα]] <i>σκελη</i>-. Στην [[περίπτωση]] αυτή, το θ. <i>σκελε</i>- εμφανίζει απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας, ενώ το θ. <i>σκλη</i>- μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]]. Το ρ. <i>σκέλλομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκέλ</i>-<i>jο</i>-<i>μαι</i>) απαντά [[σπανίως]] στον ενεστ., ενώ [[συνήθως]] χρησιμοποιείται ο παρακμ. [[ἔσκληκα]], [[καθώς]] και ορισμένοι σύνθ. τ. αορ. β' σε -<i>έσκλην</i>, και αντικαταστάθηκε [[νωρίς]] από τα ρ. [[ξηραίνω]], [[αὐαίνω]]. Απαντούν, εξάλλου, ορισμένοι ανώμαλοι τ. αορ., όπως υποτ. <i>ἐνι</i>-<i>σκήλη</i> ([[αντί]] -<i>σκείλῃ</i>), ευκτ. <i>ἀποσκλαίη</i>, οι οποίοι έχουν σχηματιστεί αναλογικά πιθ. [[προς]] το <i>σφήλ</i>-<i>ειε</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]]) και [[προς]] τα <i>τεθναίη</i>, <i>σταίη</i>, αντίστοιχα. Από την [[οικογένεια]] αυτή, [[τέλος]], διατηρήθηκαν στη Νέα Ελληνική οι τ. [[σκελετός]] και [[σκληρός]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ξηραίνω]], [[καταξηραίνω]], [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]] («μὴ... [[μένος]] ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ [[χρόα]] ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» — για να μη καταξηράνει η [[δύναμη]] του ήλιου το [[δέρμα]] [[γύρω]] από τα [[νεύρα]] και τα [[μέλη]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>σκέλλομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[κατάξηρος]], αποξηραμένος<br />β) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[κάτισχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>kel</i>- «[[στεγνώνω]], [[ξηραίνω]]», από την οποία προέρχονται διάφοροι τ. νεώτερων γλωσσών (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>shallow</i> «[[ρηχός]], [[επιφανειακός]]», σουηδ. <i>skall</i> «[[λεπτός]], [[μπαγιάτικος]]», γερμ. <i>schal</i> «[[μπαγιάτικος]], [[χαλασμένος]], [[στεγνός]]», <i>hellig</i> «κουρασμένος, [[στεγνός]] από [[δίψα]]»). Οι λ. που ανήκουν στην [[οικογένεια]] του ρ. <i>σκέλλομαι</i> εμφανίζουν δύο μορφές θ.: <i>σκελε</i>- ([[πρβλ]]. [[σκελετός]]) και <i>σκλη</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>σκλη</i>-<i>ρός</i>, παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>σκλη</i>-<i>κα</i>), οι οποίες μπορούν να ερμηνευθούν αν υποτεθεί ως αρχική μια δισύλλαβη μακροκατάληκτη [[ρίζα]] <i>σκελη</i>-. Στην [[περίπτωση]] αυτή, το θ. <i>σκελε</i>- εμφανίζει απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας, ενώ το θ. <i>σκλη</i>- μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]]. Το ρ. <i>σκέλλομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκέλ</i>-<i>jο</i>-<i>μαι</i>) απαντά [[σπανίως]] στον ενεστ., ενώ [[συνήθως]] χρησιμοποιείται ο παρακμ. [[ἔσκληκα]], [[καθώς]] και ορισμένοι σύνθ. τ. αορ. β' σε -<i>έσκλην</i>, και αντικαταστάθηκε [[νωρίς]] από τα ρ. [[ξηραίνω]], [[αὐαίνω]]. Απαντούν, εξάλλου, ορισμένοι ανώμαλοι τ. αορ., όπως υποτ. <i>ἐνι</i>-<i>σκήλη</i> ([[αντί]] -<i>σκείλῃ</i>), ευκτ. <i>ἀποσκλαίη</i>, οι οποίοι έχουν σχηματιστεί αναλογικά πιθ. [[προς]] το <i>σφήλ</i>-<i>ειε</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]]) και [[προς]] τα <i>τεθναίη</i>, <i>σταίη</i>, αντίστοιχα. Από την [[οικογένεια]] αυτή, [[τέλος]], διατηρήθηκαν στη Νέα Ελληνική οι τ. [[σκελετός]] και [[σκληρός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm