3,274,175
edits
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[άδος]], η, ΝΑ, και [[σποράς]], -[[άδος]], ὁ, Α<br />(<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) [[Σποράδες]]<br />[[ονομασία]] διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική [[άποψη]] εξετάζονται [[κατά]] ομάδες («Βόρειες [[Σποράδες]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως [[γένος]], [[αγέλη]], [[στρατιά]] κ.ά., [[καθώς]] και με το [[βίος]]) α) (για ζώα) αυτός που ζει [[μόνος]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον αγελαίο («κορυδαλῶν δὲ ἐστὶ δύο γένη... ἡ δὲ ἑτέρα ἀγελαία καὶ οὐ [[σποράς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (για τρόπο ζωής) πλάνητος, [[πλανητικός]], [[χωρίς]] μόνιμη [[εγκατάσταση]] («[[νησιώτης]] σποράδα κέκτηται βίον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ</i> και <i>οἱ σποράδες</i><br />α) (για πρόσ. και πράγμ.) διασκορπισμένος, διεσπαρμένος, εγκατεσπαρμένος, [[σκόρπιος]] (α. «ἐγίνοντο σποράδες κατὰ μίαν τε καὶ δύο [Ἀμαζόνες], <b>Ηρόδ.</b><br />β. [για πλοία που διασκόρπισε ο [[εχθρός]] ή η [[τρικυμία]]]<br />i. «καταδιώξαντες σποράδας ἐς τὴν ἤπειρον», <b>Θουκ.</b><br />ii. «ἀπ' αὐτῆς σποράδες πρὸς τὴν Πελοπόννησον κατηνέχθησαν», <b>Θουκ.</b><br />γ. [για αστέρες] «σποράδες ἀστέρες», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (ειδικά για νοσήματα) αυτά που εμφανίζονται [[παντού]] και [[πάντοτε]], που δεν [[είναι]] ενδημικά («σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι», Ιπποκρ.)<br />γ) (για [[λόγια]]) ασύνδετα, [[χωρίς]] ειρμό, [[χωρίς]] [[συνάφεια]] («λόγοι σποράδες», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[σπορ]]- του [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] ( | |mltxt=-[[άδος]], η, ΝΑ, και [[σποράς]], -[[άδος]], ὁ, Α<br />(<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) [[Σποράδες]]<br />[[ονομασία]] διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική [[άποψη]] εξετάζονται [[κατά]] ομάδες («Βόρειες [[Σποράδες]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως [[γένος]], [[αγέλη]], [[στρατιά]] κ.ά., [[καθώς]] και με το [[βίος]]) α) (για ζώα) αυτός που ζει [[μόνος]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον αγελαίο («κορυδαλῶν δὲ ἐστὶ δύο γένη... ἡ δὲ ἑτέρα ἀγελαία καὶ οὐ [[σποράς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (για τρόπο ζωής) πλάνητος, [[πλανητικός]], [[χωρίς]] μόνιμη [[εγκατάσταση]] («[[νησιώτης]] σποράδα κέκτηται βίον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ</i> και <i>οἱ σποράδες</i><br />α) (για πρόσ. και πράγμ.) διασκορπισμένος, διεσπαρμένος, εγκατεσπαρμένος, [[σκόρπιος]] (α. «ἐγίνοντο σποράδες κατὰ μίαν τε καὶ δύο [Ἀμαζόνες], <b>Ηρόδ.</b><br />β. [για πλοία που διασκόρπισε ο [[εχθρός]] ή η [[τρικυμία]]]<br />i. «καταδιώξαντες σποράδας ἐς τὴν ἤπειρον», <b>Θουκ.</b><br />ii. «ἀπ' αὐτῆς σποράδες πρὸς τὴν Πελοπόννησον κατηνέχθησαν», <b>Θουκ.</b><br />γ. [για αστέρες] «σποράδες ἀστέρες», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (ειδικά για νοσήματα) αυτά που εμφανίζονται [[παντού]] και [[πάντοτε]], που δεν [[είναι]] ενδημικά («σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι», Ιπποκρ.)<br />γ) (για [[λόγια]]) ασύνδετα, [[χωρίς]] ειρμό, [[χωρίς]] [[συνάφεια]] («λόγοι σποράδες», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[σπορ]]- του [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[σπολάς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |