Anonymous

πῖαρ: Difference between revisions

From LSJ
14 bytes removed ,  11 May 2023
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "<<><>>" to "")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />(επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.)<br /><b>1.</b> [[πάχος]], [[λίπος]], ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] λιπαρή ή παχύρρευστη [[ουσία]] («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> ο [[παχύρρευστος]] [[χυμός]] ορισμένων δέντρων<br /><b>4.</b> το [[γάλα]] της συκιάς<br /><b>5.</b> οι θρεπτικές ουσίες του εδάφους, το [[πάχος]], το" [[λίπασμα]] («ἐσθλῆς ἀρούρης πῑαρ», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>6.</b> (ως επίθ. για το [[έδαφος]]) [[περιεκτικός]], [[πλούσιος]] σε θρεπτικές λιπαρές ουσίες, [[παχύς]] («[[ἐπεὶ]] [[μάλα]] πῑαρ ὑπ' [[οὖδας]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> (πιθ. ως επίθ. για το [[γάλα]]) το παχύ [[γάλα]], το [[βούτυρο]] («πρὶν ἄν ταράξας πῑαρ ἐξέλῃ [[γάλα]]», Σόλ.)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> το πιο εκλεκτό [[μέρος]] [[κάθε]] πράγματος, ο [[αφρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πῖαρ]] και τα παράγωγά της συνδέονται με αρχ. ινδ. <i>pajate</i> «[[ξεχειλίζω]], [[αφθονώ]]», το οποίο χρησιμοποιείται για το [[λίπος]] ή το [[γάλα]] (<b>πρβλ.</b> και τον τ. <i>p</i><i>ī</i><i>na</i>- «[[λιπαρός]], [[παχύς]]»). Το, αρχαϊκού τύπου, ουδ. [[πῖαρ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πῖFαρ</i>) με [[επίθημα]] -<i>αρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>έχθ</i>-<i>αρ</i>) αντιστοιχεί [[προς]] το αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ī</i><i>vas</i>-, αβεστ. <i>p</i><i>ī</i><i>vah</i>- «[[πάχος]], [[λαρδί]]». Τα [[επίσης]] αρχαϊκά επίθ. [[πίων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πῑFων</i>) και <i>πῑειρα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πίFειρα</i>) αντιστοιχούν [[προς]] αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ī</i><i>van</i>-, <i>p</i><i>ī</i><i>var</i><i>ī</i> «[[παχύς]], [[πλούσιος]]». Αν το επίθ. [[πιαλέος]], που εμφανίζει το συχνό στην Ελληνική [[επίθημα]] -<i>αλέος</i>, [[είναι]] αρχ., [[τότε]] τα παρ. του [[πῖαρ]] εμφανίζουν όλες τις μορφές τών επιθημάτων: -<i>wer</i>-, -<i>wes</i>-, -<i>wel</i>-, -<i>wen</i>- (για το -<i>wen</i>-, <b>πρβλ.</b> [[πιαίνω]]). Εκτός από τους τ. αυτούς, από το [[πῖαρ]] παράγεται και η λ. [[πιμελή]] με [[επίθημα]] -<i>μελ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>θυ</i>-<i>μέλ</i>-<i>η</i>: <i>θύω</i>). Πιθανολογείται η [[σύνδεση]] του τ. [[πιμελή]] με το λατ. <i>opimus</i> «[[παχύς]], [[ευτραφής]], [[πλούσιος]]», του οποίου, όμως, το αρκτικό <i>ο</i>- παραμένει δυσερμήνευτο. Οι συνδέσεις της οικογένειας αυτής με τα ελλ. [[πῖδαξ]], [[πίτυς]], το αρχ. ινδ. <i>pitu</i>- «[[τροφή]]», με τους μυκηναϊκούς τ. <i>piweridi</i>, <i>piwerisi</i> (οι οποίοι [[μάλλον]] αντιστοιχούν με το ελλ. [[Πιερίδες]]) ή με τη γεν. εν. <i>Πείαλος</i> του ον. μιας φυλής δεν θεωρούνται πιθανές. Η [[οικογένεια]] της λ. [[πῖαρ]] διακρίνεται από τις οικογένειες τών [[στέαρ]] και [[λίπα]], [[λιπαρός]].
|mltxt=τὸ, Α<br />(επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.)<br /><b>1.</b> [[πάχος]], [[λίπος]], ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] λιπαρή ή παχύρρευστη [[ουσία]] («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> ο [[παχύρρευστος]] [[χυμός]] ορισμένων δέντρων<br /><b>4.</b> το [[γάλα]] της συκιάς<br /><b>5.</b> οι θρεπτικές ουσίες του εδάφους, το [[πάχος]], το" [[λίπασμα]] («ἐσθλῆς ἀρούρης πῑαρ», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>6.</b> (ως επίθ. για το [[έδαφος]]) [[περιεκτικός]], [[πλούσιος]] σε θρεπτικές λιπαρές ουσίες, [[παχύς]] («[[ἐπεὶ]] [[μάλα]] πῑαρ ὑπ' [[οὖδας]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> (πιθ. ως επίθ. για το [[γάλα]]) το παχύ [[γάλα]], το [[βούτυρο]] («πρὶν ἄν ταράξας πῑαρ ἐξέλῃ [[γάλα]]», Σόλ.)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> το πιο εκλεκτό [[μέρος]] [[κάθε]] πράγματος, ο [[αφρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πῖαρ]] και τα παράγωγά της συνδέονται με αρχ. ινδ. <i>pajate</i> «[[ξεχειλίζω]], [[αφθονώ]]», το οποίο χρησιμοποιείται για το [[λίπος]] ή το [[γάλα]] (<b>πρβλ.</b> και τον τ. <i>p</i><i>ī</i><i>na</i>- «[[λιπαρός]], [[παχύς]]»). Το, αρχαϊκού τύπου, ουδ. [[πῖαρ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πῖFαρ</i>) με [[επίθημα]] -<i>αρ</i> ([[πρβλ]]. [[έχθαρ]]) αντιστοιχεί [[προς]] το αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ī</i><i>vas</i>-, αβεστ. <i>p</i><i>ī</i><i>vah</i>- «[[πάχος]], [[λαρδί]]». Τα [[επίσης]] αρχαϊκά επίθ. [[πίων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πῑFων</i>) και <i>πῑειρα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πίFειρα</i>) αντιστοιχούν [[προς]] αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ī</i><i>van</i>-, <i>p</i><i>ī</i><i>var</i><i>ī</i> «[[παχύς]], [[πλούσιος]]». Αν το επίθ. [[πιαλέος]], που εμφανίζει το συχνό στην Ελληνική [[επίθημα]] -<i>αλέος</i>, [[είναι]] αρχ., [[τότε]] τα παρ. του [[πῖαρ]] εμφανίζουν όλες τις μορφές τών επιθημάτων: -<i>wer</i>-, -<i>wes</i>-, -<i>wel</i>-, -<i>wen</i>- (για το -<i>wen</i>-, <b>πρβλ.</b> [[πιαίνω]]). Εκτός από τους τ. αυτούς, από το [[πῖαρ]] παράγεται και η λ. [[πιμελή]] με [[επίθημα]] -<i>μελ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>θυ</i>-<i>μέλ</i>-<i>η</i>: <i>θύω</i>). Πιθανολογείται η [[σύνδεση]] του τ. [[πιμελή]] με το λατ. <i>opimus</i> «[[παχύς]], [[ευτραφής]], [[πλούσιος]]», του οποίου, όμως, το αρκτικό <i>ο</i>- παραμένει δυσερμήνευτο. Οι συνδέσεις της οικογένειας αυτής με τα ελλ. [[πῖδαξ]], [[πίτυς]], το αρχ. ινδ. <i>pitu</i>- «[[τροφή]]», με τους μυκηναϊκούς τ. <i>piweridi</i>, <i>piwerisi</i> (οι οποίοι [[μάλλον]] αντιστοιχούν με το ελλ. [[Πιερίδες]]) ή με τη γεν. εν. <i>Πείαλος</i> του ον. μιας φυλής δεν θεωρούνται πιθανές. Η [[οικογένεια]] της λ. [[πῖαρ]] διακρίνεται από τις οικογένειες τών [[στέαρ]] και [[λίπα]], [[λιπαρός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm