Anonymous

στρωματεύς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>ζωολ.</b> [[γένος]] περκόμορφων τελεόστεων ιχθύων τών θερμών και εύκρατων θαλασσών, [[τυπικός]] [[αντιπρόσωπος]] της οικογένειας [[στρωματεΐδες]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>oἱ στρωματεῖς</i><br />[[ονομασία]] έργων, όπως λ.χ. του Πλουτάρχου ή του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, που απαρτίζονταν από στοιχεία ποικίλα ως [[προς]] την ύλη που περιείχαν [[αλλά]] και τις πηγές, κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τα σκεπάσματα, τα οποία, [[συχνά]], ράβονταν από τεμάχια διαφόρων υφασμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρώμα]] ή [[κάλυμμα]] κλίνης<br /><b>2.</b> [[στρωματόδεσμος]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] ψαριού με πλατύ [[σχήμα]] και [[ποικιλία]] χρωμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρῶμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θαλασσ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>ζωολ.</b> [[γένος]] περκόμορφων τελεόστεων ιχθύων τών θερμών και εύκρατων θαλασσών, [[τυπικός]] [[αντιπρόσωπος]] της οικογένειας [[στρωματεΐδες]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>oἱ στρωματεῖς</i><br />[[ονομασία]] έργων, όπως λ.χ. του Πλουτάρχου ή του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, που απαρτίζονταν από στοιχεία ποικίλα ως [[προς]] την ύλη που περιείχαν [[αλλά]] και τις πηγές, κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τα σκεπάσματα, τα οποία, [[συχνά]], ράβονταν από τεμάχια διαφόρων υφασμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρώμα]] ή [[κάλυμμα]] κλίνης<br /><b>2.</b> [[στρωματόδεσμος]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] ψαριού με πλατύ [[σχήμα]] και [[ποικιλία]] χρωμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρῶμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[θαλασσεύς]])].
}}
}}