Anonymous

προσήλυτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[προσήλυτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[προσήλυτος]]<br />αυτός που έχει αλλάξει [[θρήσκευμα]], που έχει προσχωρήσει σε [[άλλη]] [[θρησκεία]] («οἱ ἐπιδημοῦν
|mltxt=-η, -ο / [[προσήλυτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[προσήλυτος]]<br />αυτός που έχει αλλάξει [[θρήσκευμα]], που έχει προσχωρήσει σε [[άλλη]] [[θρησκεία]] («οἱ ἐπιδημοῦν
τες Ῥωμαῖοι, Ἰουδαῖοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b> αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, [[πολιτικά]] ή θρησκευτικά, και έχει προσχωρήσει στην [[παράταξη]] [[πρώην]] αντιπάλων του<br />(μσν-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[εθνικός]] ο [[οποίος]] είχε στραφεί [[προς]] τον ιουδαϊσμό και επιθυμούσε να προσχωρήσει στις τάξεις τών πιστών του («ὁ ἐξ ἐθνών ἐπιστρέφων ὃς ὁ [[προσήλυτος]] προεφητεύετο» Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[Ιουδαίος]] ή [[εθνικός]] ο [[οποίος]] είχε προσχωρήσει στον χριστιανισμό («προσηλύτους καλεῖ τοὺς καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἐκ τῶν ἐθνῶν ἀγρευομένους καὶ τῷ θείῳ προσιόντας βαπτίσματι», Θεοδώρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξένος]], [[πάροικος]] («[[νόμος]] εἷς ἔσται τῷ ἐγχωρίῳ καὶ τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ ἐν ὑμῖν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προς]]- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλυτος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελυθ</i>- μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἐλεύσομαι]], μέλλ. του [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τος</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπ</i>-<i>ήλυτος</i>)].
τες Ῥωμαῖοι, Ἰουδαῖοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b> αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, [[πολιτικά]] ή θρησκευτικά, και έχει προσχωρήσει στην [[παράταξη]] [[πρώην]] αντιπάλων του<br />(μσν-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[εθνικός]] ο [[οποίος]] είχε στραφεί [[προς]] τον ιουδαϊσμό και επιθυμούσε να προσχωρήσει στις τάξεις τών πιστών του («ὁ ἐξ ἐθνών ἐπιστρέφων ὃς ὁ [[προσήλυτος]] προεφητεύετο» Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[Ιουδαίος]] ή [[εθνικός]] ο [[οποίος]] είχε προσχωρήσει στον χριστιανισμό («προσηλύτους καλεῖ τοὺς καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἐκ τῶν ἐθνῶν ἀγρευομένους καὶ τῷ θείῳ προσιόντας βαπτίσματι», Θεοδώρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξένος]], [[πάροικος]] («[[νόμος]] εἷς ἔσται τῷ ἐγχωρίῳ καὶ τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ ἐν ὑμῖν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προς]]- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλυτος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελυθ</i>- μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἐλεύσομαι]], μέλλ. του [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τος</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[ἐπήλυτος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm