Anonymous

σύκινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύκινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συκιά]] ή αυτός που προέρχεται από τη [[συκιά]], συκήσιος («σύκινον [[ξύλον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζεται από σύκα («[[πώμα]] σύκινον» — [[ποτό]] ή [[κρασί]] από σύκα, [[αφέψημα]] σύκων, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ανάξιος]], [[ανίκανος]], [[μηδαμινός]] («[[σύκινος]] [[σοφιστής]]», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[σύκινος]] [[καρπὸς]]» — η [[συγκομιδή]] τών σύκων <b>πάπ.</b><br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «συκίνη [[ἐπικουρία]]» — ασήμαντη, [[ανωφελής]] [[βοήθεια]] (<b>Ησύχ.</b>)<br />β) «συκίνη [[μάχαιρα]]» — [[συκοφαντία]] (<b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[σύκινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συκιά]] ή αυτός που προέρχεται από τη [[συκιά]], συκήσιος («σύκινον [[ξύλον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζεται από σύκα («[[πώμα]] σύκινον» — [[ποτό]] ή [[κρασί]] από σύκα, [[αφέψημα]] σύκων, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ανάξιος]], [[ανίκανος]], [[μηδαμινός]] («[[σύκινος]] [[σοφιστής]]», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[σύκινος]] [[καρπὸς]]» — η [[συγκομιδή]] τών σύκων <b>πάπ.</b><br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «συκίνη [[ἐπικουρία]]» — ασήμαντη, [[ανωφελής]] [[βοήθεια]] (<b>Ησύχ.</b>)<br />β) «συκίνη [[μάχαιρα]]» — [[συκοφαντία]] (<b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm