3,278,189
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συστατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύσταση]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο διαβιβάζεται [[σύσταση]], καλή [[πληροφορία]] ή [[παράκληση]] για κάποιον («εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει χαρακτήρα ή [[δύναμη]] σύστασης<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συστατική</i><br />[[επιστολή]] με την οποία συνιστάται [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί [[μέρος]] ενός συνόλου, μηχανήματος, συσκευής, παρασκευάσματος<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>το συστατικό</i> ή <i>τα συστατικά</i><br />το [[μέρος]] ή τα μέρη που συγκροτούν ένα [[σύνολο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνεκτικός]], [[συνδετικός]] («συστατικὰ μόρια», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] πηχτό, [[στερεωτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]] («ὑπὸ τῆς φλεγμονῆς ταρασσομένην τὴν καρδίαν τοῦδε τοῦ πάθους συστατικὴν γίνεσθαι», <b>Ηρόδ.</b> Ιατρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που επικυρώνει<br /><b>4.</b> αυτός που αναστέλλει, που αναχαιτίζει<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) έγραφη [[εξουσιοδότηση]], πληρεξούσιο<br />β) [[συμφωνητικό]] διορισμού αντιπροσώπου<br />γ) ο [[μισθός]] διδασκάλου<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) (ενν. <i>γράμματα</i>) έγγραφες συστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συστατικώς]] Μ<br />με συνδετικό τρόπο, με [[συνοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συστα</i>- του [[συνίστημι]] ( | |mltxt=-ή, -ό / [[συστατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύσταση]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο διαβιβάζεται [[σύσταση]], καλή [[πληροφορία]] ή [[παράκληση]] για κάποιον («εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει χαρακτήρα ή [[δύναμη]] σύστασης<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συστατική</i><br />[[επιστολή]] με την οποία συνιστάται [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί [[μέρος]] ενός συνόλου, μηχανήματος, συσκευής, παρασκευάσματος<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>το συστατικό</i> ή <i>τα συστατικά</i><br />το [[μέρος]] ή τα μέρη που συγκροτούν ένα [[σύνολο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνεκτικός]], [[συνδετικός]] («συστατικὰ μόρια», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] πηχτό, [[στερεωτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]] («ὑπὸ τῆς φλεγμονῆς ταρασσομένην τὴν καρδίαν τοῦδε τοῦ πάθους συστατικὴν γίνεσθαι», <b>Ηρόδ.</b> Ιατρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που επικυρώνει<br /><b>4.</b> αυτός που αναστέλλει, που αναχαιτίζει<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) έγραφη [[εξουσιοδότηση]], πληρεξούσιο<br />β) [[συμφωνητικό]] διορισμού αντιπροσώπου<br />γ) ο [[μισθός]] διδασκάλου<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) (ενν. <i>γράμματα</i>) έγγραφες συστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συστατικώς]] Μ<br />με συνδετικό τρόπο, με [[συνοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συστα</i>- του [[συνίστημι]] ([[πρβλ]]. [[συστασις]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i> ([[πρβλ]]. [[παραστατικός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |