Anonymous

τακερός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , $7$9)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τακερός]], -ά, -όν, ΝΑ, και [[τακηρός]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που λειώνει εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που βράζει εύκολα<br /><b>3.</b> (για [[νερό]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να κάνει εύκολο το [[βράσιμο]], [[ιδίως]] τών οσπρίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[γεμάτος]] [[πάθος]] και πόθο («τακερὸς Ἔρως», Ανακρ.)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[βλέμμα]]) [[περιπαθής]], [[υγρός]], [[τρυφερός]] («ὡς τακερὸν... καὶ [[μαλακὸν]] τὸ βλέμμ' ἔχει», Φιλέταιρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τακερῶς</i> Α<br />(για το [[κελάηδημα]] του αηδονιού) τρυφερά, συναισθηματικά («ἑλίττειν τὸ [[μέλος]] τακερῶς», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τακ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[τήκω]] «[[λειώνω]]» (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>τάκ</i>-<i>ην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> ([[πρβλ]]. [[σφαλερός]], [[φανερός]]). Ο τ. [[τακηρός]] [[είναι]] μτγν., [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[τακερός]], -ά, -όν, ΝΑ, και [[τακηρός]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που λειώνει εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που βράζει εύκολα<br /><b>3.</b> (για [[νερό]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να κάνει εύκολο το [[βράσιμο]], [[ιδίως]] τών οσπρίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[γεμάτος]] [[πάθος]] και πόθο («τακερὸς Ἔρως», Ανακρ.)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[βλέμμα]]) [[περιπαθής]], [[υγρός]], [[τρυφερός]] («ὡς τακερὸν... καὶ [[μαλακὸν]] τὸ βλέμμ' ἔχει», Φιλέταιρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τακερῶς</i> Α<br />(για το [[κελάηδημα]] του αηδονιού) τρυφερά, συναισθηματικά («ἑλίττειν τὸ [[μέλος]] τακερῶς», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τακ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[τήκω]] «[[λειώνω]]» (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>τάκ</i>-<i>ην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> ([[πρβλ]]. [[σφαλερός]], [[φανερός]]). Ο τ. [[τακηρός]] [[είναι]] μτγν., [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[τολμηρός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm