Anonymous

τερπνός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τερπνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που προξενεί [[τέρψη]], [[ευχάριστος]], [[ευάρεστος]] (α. «η προφήτισσα Μαρία μ' ένα [[τύμπανο]] τερπνό», <b>Σολωμ.</b><br />β. «τῷ γὰρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν τερπνήν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «το τερπνόν [[μετά]] του ωφελίμου» — λέγεται σε [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία ένα [[έργο]] ή μια [[ενέργεια]] συνδυάζει ταυτόχρονα το ευχάριστο [[αποτέλεσμα]] με το όφελος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φαιδρός]], [[εύθυμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τερπνόν</i><br />[[απόλαυση]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τερπνά</i><br />οι ηδονές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τερπνώς]] / <i>τερπνῶς</i> ΝΜΑ, και <i>τερπνά</i> Ν<br />με [[τέρψη]], με [[ευχαρίστηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στεγ</i>-<i>νός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[τερπνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που προξενεί [[τέρψη]], [[ευχάριστος]], [[ευάρεστος]] (α. «η προφήτισσα Μαρία μ' ένα [[τύμπανο]] τερπνό», <b>Σολωμ.</b><br />β. «τῷ γὰρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν τερπνήν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «το τερπνόν [[μετά]] του ωφελίμου» — λέγεται σε [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία ένα [[έργο]] ή μια [[ενέργεια]] συνδυάζει ταυτόχρονα το ευχάριστο [[αποτέλεσμα]] με το όφελος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φαιδρός]], [[εύθυμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τερπνόν</i><br />[[απόλαυση]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τερπνά</i><br />οι ηδονές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τερπνώς]] / <i>τερπνῶς</i> ΝΜΑ, και <i>τερπνά</i> Ν<br />με [[τέρψη]], με [[ευχαρίστηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νός</i> ([[πρβλ]]. [[στεγνός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm