Anonymous

τρίγλη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τρίγλα]], η, ΝΜΑ, και ουδ. [[τριγλί]], το, Ν, και τρῖγλα Α<br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ψαριού [[μπαρμπούνι]], που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς τίκτειν τοῦ ἔτους», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. [[τρίγλα]]) [[γένος]] σκορπιονοειδών ψαριών που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες, γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[καπόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τριγ</i>- του [[τρίζω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τριγ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρώγ</i>-<i>λη</i>). Σημασιολογικά, η λ. συνδέεται με το ρ. [[τρίζω]], λόγω του χαρακτηριστικού ήχου που κάνουν τα [[βράγχια]] του ψαριού [[καθώς]] το τραβούν έξω από το [[νερό]] (<b>πρβλ.</b> και γαλλ. <i>grondin</i> «[[είδος]] ψαριού» <span style="color: red;"><</span> <i>gronder</i> [[κροτώ]], [[μουρμουρίζω]]»)].
|mltxt=και [[τρίγλα]], η, ΝΜΑ, και ουδ. [[τριγλί]], το, Ν, και τρῖγλα Α<br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ψαριού [[μπαρμπούνι]], που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς τίκτειν τοῦ ἔτους», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. [[τρίγλα]]) [[γένος]] σκορπιονοειδών ψαριών που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες, γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[καπόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τριγ</i>- του [[τρίζω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τριγ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λη</i> ([[πρβλ]]. [[τρώγλη]]). Σημασιολογικά, η λ. συνδέεται με το ρ. [[τρίζω]], λόγω του χαρακτηριστικού ήχου που κάνουν τα [[βράγχια]] του ψαριού [[καθώς]] το τραβούν έξω από το [[νερό]] (<b>πρβλ.</b> και γαλλ. <i>grondin</i> «[[είδος]] ψαριού» <span style="color: red;"><</span> <i>gronder</i> [[κροτώ]], [[μουρμουρίζω]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm