Anonymous

τυχαίος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / τυχαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που συμβαίνει [[κατά]] τύχην, από [[σύμπτωση]], [[απρόβλεπτος]], μη [[σκόπιμος]] (α. «τυχαίο [[γεγονός]]» β. «τυχαία [[συνάντηση]]» γ. «ἀκούσιον καὶ οὐκ [[ἐξεπίτηδες]] γεγονέναι τὴν ἀπάντησιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ασήμαντος]], [[μηδαμινός]] («δεν [[είναι]] [[τυχαίος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τυχαίο</i><br /><b>(νομ.)</b> απρόβλεπτο αρνητικό [[περιστατικό]], που μεταβάλλει την συνήθη [[πορεία]] τών πραγμάτων, [[δίχως]] να θεμελιώνει, [[κατά]] κανόνα, [[ευθύνη]] και, αντιστοίχως, [[απαίτηση]] τών ανυπαίτιων προσώπων στα συμφέροντα τών οποίων επιδρά<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το τυχαίο [[συμβάν]], το τυχαίο [[γεγονός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοινός]], [[συνήθης]], [[συνηθισμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τυχαίως]] ΝΜΑ, και <i>τυχαία</i> Ν<br />[[κατά]] τύχην, [[κατά]] τρόπο τυχαίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύχη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιρ</i>-<i>αῖος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / τυχαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που συμβαίνει [[κατά]] τύχην, από [[σύμπτωση]], [[απρόβλεπτος]], μη [[σκόπιμος]] (α. «τυχαίο [[γεγονός]]» β. «τυχαία [[συνάντηση]]» γ. «ἀκούσιον καὶ οὐκ [[ἐξεπίτηδες]] γεγονέναι τὴν ἀπάντησιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ασήμαντος]], [[μηδαμινός]] («δεν [[είναι]] [[τυχαίος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τυχαίο</i><br /><b>(νομ.)</b> απρόβλεπτο αρνητικό [[περιστατικό]], που μεταβάλλει την συνήθη [[πορεία]] τών πραγμάτων, [[δίχως]] να θεμελιώνει, [[κατά]] κανόνα, [[ευθύνη]] και, αντιστοίχως, [[απαίτηση]] τών ανυπαίτιων προσώπων στα συμφέροντα τών οποίων επιδρά<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το τυχαίο [[συμβάν]], το τυχαίο [[γεγονός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοινός]], [[συνήθης]], [[συνηθισμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τυχαίως]] ΝΜΑ, και <i>τυχαία</i> Ν<br />[[κατά]] τύχην, [[κατά]] τρόπο τυχαίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύχη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μοιραῖος]])].
}}
}}